Λουκία Πιστιόλα και Μυρτώ Αλικάκη : Είναι αμάρτημα να νοσταλγείς. Δράσε ΤΩΡΑ!
Ένα τοπίο στο πουθενά, πεταμένο στο σύμπαν. Ο χρόνος, απουσιάζει. Δύο άστεγοι σαλτιμπάγκοι ή μήπως πάμπτωχοι διανοούμενοι, περιμένουν στη μέση μιας νύχτας άχρονης, άτοπης, ριγμένης σε ένα μέρος, σαν τα χιλιάδες μικρά και μεγάλα κομμάτια σκέψης του μυαλού.
Περιμένουν έναν άγνωστο. Που θα έρθει να τους σώσει από την μαρτυρική αναμονή του τίποτε. Ο χρόνος έχει σταματήσει. Κι αυτοί πορεύονται σε μια επανάληψη της ίδιας τους της άνοιας και της ανίας. Ωστόσο, όσο περιμένουν, πρέπει να γεμίσουν το κενό του χρόνου. Πρέπει να συμφιλιωθούν με την ουσία της συντροφιάς τους και να ψάξουν καλύτερα μέσα τους το σήμερα, το αύριο, το χθες… Στο αόριστο περιβάλλον τους, εισβάλλουν ξαφνικά, δύο μορφές από το πουθενά, που τους αποδεικνύουν πως κάποια πράγματα γύρω τους αλλάζουν. Εξελίσσονται. Δύο γνώριμες μορφές αλληλεξάρτησης. Ο εξουσιαστής κι ο εξουσιαζόμενος. Κι ενώ τους καλούν να αποκτήσουν δράση, οι δύο φίλοι, συνεχίζουν τη δική τους άχρονη σχέση, εν αναμονή του Σωτήρα κ. Γκοντό. Κι όλα αλλάζουν σε ένα τοπίο στάσιμο. Η αναμονή τελικά θα νικήσει. Κι ο Γκοντό, σίγουρα, θα έρθει αύριο…
Ο Σάμιουελ Μπέκετ, χάρισε στα τέσσερα πλάσματα του έργου του, τον ορίζοντα. Οι ήρωες καλούνται μόνο να διαγράψουν την πορεία τους προς την σωτηρία. Γραμμένο στην εποχή που ακολούθησε τον τραγικό Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, κουβαλώντας την εμπειρία του ολέθρου και της απουσίας χώρου σκέψης και πράξης, ανάμεσα σε χαλάσματα, πορεύεται 60 χρόνια τώρα στις σκηνές αναζητώντας τον… Γκοντό. Πασχίζει να υπογράψει μια κοινωνική σύμβαση με το κοινό, καλώντας τον κόσμο σε δράση κι όχι μόνο σε ελπίδα και αναμονή για αλλαγή. Έργο βαθιά πολιτικό, με κοινωνική διαστρωμάτωση πλούσιων – θυτών και καλόβουλων φτωχών – θυμάτων, αναμοχλεύει το σήμερα της Ελλάδος, ως οιωνός και προφήτης για τα δικά μας χαλάσματα. Τα κοινωνικά ερείπια, τα κατάλοιπα του βομβαρδισμού των μέσων ενημέρωσης που αποσάθρωσαν μυαλό, συνείδηση, σκέψη και πνεύμα για να μας εξουσιάσουν. Επίκαιρο όσο ποτέ, ανεβαίνει στην σκηνή μέσα από την σκηνοθετική οδηγία του Κωστή Καπελώνη, με 4 εξαίρετες γυναικείες μορφές, καταξιωμένες στον χώρο του θεάτρου. Κάτια Γέρου, Δήμητρα Χατούπη, Λουκία Πιστιόλα, Μυρτώ Αλικάκη. Σημαντική συνεισφορά και η Αριάδνη Καβαλιέρου που υποδύεται τον αγγελιοφόρο του κ. Γκοντό με το τέχνασμα της απεύθυνσης προς το κοινό για να υπαγορεύσει έμμεσα το ερώτημα για την αναμονή του Γκοντό, σήμερα ή αύριο… Με αφορμή τις πετυχημένες παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν στο Θέατρο Μελίνα Μερκούρη της Καλαμαριάς, συναντηθήκαμε με τις Λουκία Πιστιόλα και Μυρτώ Αλικάκη… περιμένοντας τον Γκοντό…
#echaritygr: Ποια ήταν η πρώτη αντίδρασή σας στην πρόταση για να υποδυθείτε τους ρόλους των Πότζο και Λάκυ σε ένα έργο δύσκολο και πολύ απαιτητικό; Αποτέλεσε πρόκληση για σας ένας τέτοιος ρόλος και πόσο σας δυσκόλεψε;
Λουκία: Μεγαλύτερη σημασία δεν έχει ο ρόλος που θα κάνεις, αλλά η συμμετοχή σε ένα τέτοιο έργο. Όλοι μας συμφωνήσαμε πως δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι καλύτερο, αυτή την συγκεκριμένη περίοδο. Στην Ελλάδα ειδικά του σήμερα, κάτι άλλο παρόμοιο που να μας αγγίζει τόσο πολύ και να έχει τόσο βαθύ νόημα, δεν υπάρχει. Πρόκειται για αριστούργημα. Δεν νομίζω πως λες όχι σε ένα τέτοιο έργο μέσα από το οποίο μπορείς να δεις φως…
Μυρτώ: Εμένα αυτό που με οδηγεί πάντα είναι να συναρμόζονται το έργο κι η ομάδα. Μπορώ όμως να ισχυριστώ πως η ομάδα είναι πάνω από το έργο. Παρόλα αυτά το έργο δεν χωράει αμφισβήτηση. Τρελαίνομαι για τις προκλήσεις. Όταν κάτι είναι δύσκολο με γοητεύει πάρα πολύ. Η ιδέα μάλιστα να παίξουμε γυναίκες στο έργο του Μπέκετ φαινόταν πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Από εκεί και πέρα ομολογώ ότι με τον συγκεκριμένο ρόλο, λίγο ζορίστηκα, αλλά χαίρομαι πάρα πολύ γιατί μπήκα σε μια πολύ δημιουργική διαδικασία.
#echaritygr: Φτασμένες και καταξιωμένες κι οι δύο στον χώρο. Ένας καλλιτέχνης, ένας ηθοποιός εν προκειμένω, όσο περνούν τα χρόνια, έχει πράγματα να μάθει, υπάρχουν περιθώρια να βελτιωθεί;
Λουκία: Σαφώς και πάντα σου μαθαίνει κάτι παραπάνω. Θα σου πω δε, ότι ένας ηθοποιός δεν παύει ποτέ να εξελίσσεται και να βελτιώνεται. Μάλιστα τους καλούς ρόλους, τους κατανοούμε από την ηλικία των 40 και μετά. Ο ηθοποιός πρέπει να είναι διαρκώς μαθητής. Κι αυτό σε κρατά πάντα ακμαίο.
Μυρτώ: Να συμπληρώσω ότι αυτή η διαρκής εκπαίδευση, είναι και το πιο μαγικό πράγμα στην δουλειά που κάνουμε. Όσο μεγαλώνεις, γίνεσαι καλύτερος, ανοίγουν οι ορίζοντες του μυαλού σου. Έτσι μπορείς να εμπλουτίσεις τους ρόλους που μπορείς να ερμηνεύσεις με περισσότερα υλικά καθώς διαρκώς μαθαίνεις και εφοδιάζεσαι. Αναπτύσσεις τα πνευματικά σου μέσα, ξεπερνάς ανασφάλειες, ναρκισσισμούς, εν αντιθέσει με την τηλεόραση. Είναι μαγικό. Ο χορευτής για παράδειγμα, έχει μια ημερομηνία λήξης. Μετά από κάποια ηλικία δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το κορμί του ως μέσο για να συνεχίσει. Εμείς όμως έχουμε την ευτυχία, η έμπνευση, να μην τελειώνει ποτέ. Υπάρχει εξάλλου στον ηθοποιό ένα παιδικό στοιχείο. Το να υποδύεσαι ρόλους, είναι ένα παιχνίδι.
#echaritygr: Στην σημερινή εποχή που δεν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα τόσο των εταιριών όσο και των καναλιών να υποστηρίξουν νέες παραγωγές, το θέατρο μήπως προκύπτει σαν ένας χώρος που θα αντικαταστήσει αυτή την φτώχια της τηλεόρασης; Πως μπορεί ένας ηθοποιός της τηλεόρασης να ανταποκριθεί στις ανάγκες της υποκριτικής του θεάτρου;
Λουκία : Θα σου απαντήσω απλώς λέγοντας πως δεν έχει σχέση ένας ηθοποιός της τηλεόρασης με εκείνον του θεάτρου. Προσωπικά, έπαιξα στην τηλεόραση καθαρά για βιοπορισμό. Δεν ντρέπομαι να το πω. Για εμένα η τηλεόραση είναι ένα μέσο που απεχθάνομαι. Δεν θέλω ούτε να βλέπω, ούτε να συμμετέχω. Ήταν ο μόνος τρόπος για να βιοποριστούμε οι ηθοποιοί, με άμεσο χρήμα. Αν σκεφτώ την υποκριτική στο πάλκο που είναι κι η πιο κακοπληρωμένη δουλειά, με βάση το ότι ένας ηθοποιός, έχει κασέ από 700 μέχρι τα 1200 Ευρώ, τότε ναι, μόνο μέσω τηλεόρασης μπορείς να εξασφαλίσεις εκείνα που χρειάζεσαι για την ζωή και τις ανάγκες της. Μάλιστα θα σου επισημάνω πως ο ηθοποιός της θεάτρου μπορεί να κάνει τηλεόραση… Το αντίστροφο, δύσκολα. Ο σκηνοθέτης στην τηλεόραση θα πουλήσει ότι θέλει από σένα. Όταν η τηλεόραση γίνεται όπλο στα χέρια των κρατούντων, η άρχουσα τάξη, οι έχοντες, προσπαθούν να εκχυδαΐσουν και να διαλύσουν το μυαλό των πολιτών. Αυτό που θα κάνω στην τηλεόραση, λειτουργεί ερήμην μου. Θεωρώ ότι δουλειά μου είναι το θέατρο και μόνο.
Μυρτώ : Εγώ δεν συμφωνώ ακριβώς με αυτό που λέει η Λουκία. Καταρχήν για μένα υπάρχει «τηλεόραση» και «τηλεόραση». Τώρα πια υπάρχει ίσως μόνο μια. Η κακή. Αλλά στο παρελθόν υπήρξε και καλή. Απλώς η καλή πλέον σπανίζει. Μα και στο θέατρο, υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός. Δεν είναι όλες οι παραστάσεις το ίδιο καλές. Δεν μιλώ αποκλειστικά για το εμπορικό θέατρο. Αναφέρομαι στο καλλιτεχνικό. Έχω περάσει πολύ ωραίες στιγμές με δουλειές στην τηλεόραση. Θα συμφωνήσω με την Λουκία πως η βάση του ηθοποιού είναι το θέατρο. Η εξέλιξή του είναι το θέατρο και μόνο. Και δυστυχώς, όταν βλέπεις έναν ηθοποιό να παίζει θέατρο αφού έχει κάνει πρώτα τηλεόραση, αναπαράγει τις κινήσεις που έμαθε στην τηλεόραση. Άρα δεν μιλάμε για ερμηνεία, αλλά για κακέκτυπο. Κι είναι λυπηρό να είναι σε αυτή την κατάσταση η τηλεόραση.
#echaritygr: «Περιμένοντας τον Γκοντό». Ένα έργο που χαρακτήρισε το σύγχρονο θέατρο, έβαλε τα θεμέλια, 60 χρόνια πριν, ένα έργο που τον έκανε γνωστό μέσα σε μια νύχτα. Με αυτό το έργο μεγάλωσαν γενιές και γενιές. Δεν είναι τραγικό ότι ακόμη και σήμερα, περιμένεις έναν Γκοντό και πόσο μάλλον που μερικοί άνθρωποι μεγάλωσαν με αυτή την αναμονή; Μπορεί να υπήρξε ή να υπάρξει θεατής που κάποια χρόνια πριν, παρακολούθησε σε μια άλλη εκτέλεση το έργο… περιμένοντας έναν Γκοντό. Και να τον περιμένει τελικά ακόμη…
Λουκία: Περισσότερο από παλιά. Το έργο μην ξεχνάμε πως έχει γραφτεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά από μια καταστροφή. Η ιστορία του κόσμου, κάνει κύκλους. Από μια καταστροφή σε μια αναγέννηση και μετά πάλι καταστροφή και πάλι αναγέννηση. Και για τα χρόνια που ζούμε, είναι σχεδόν προφητικό. Σκέψου για την δική μας τη γενιά που δεν ζήσαμε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πόσο επίκαιρο είναι. Ζούμε τώρα έναν αβυσσαλέο πόλεμο που μαίνεται. Πολύ πιο επικίνδυνο πόλεμο από τον Παγκόσμιο, γιατί ο εχθρός δεν είναι άμεσα ορατός. Η μεγάλη μας ευλογία, είναι να ενσαρκώσουμε τους ρόλους ενός τόσο σημαντικού έργου που καταγράφει το σήμερα σαν χθες. Πόσο μάλλον η επιλογή του Καπελώνη να κάνει το έργο με γυναίκες και να έχουμε εμείς την τύχη να είμαστε αυτές. Τι θα έβρισκες σήμερα ως πιο επίκαιρο έργο από αυτό του Μπέκετ που καταγράφει τόσο γλαφυρά την καταστροφή… Και την ελπίδα ότι κάτι θα σε βγάλει από αυτό το αδιέξοδο της καταστροφής….
Μυρτώ: Νομίζω πως ότι μας κρατάει στην ζωή, είναι η ίδια η αναμονή μας για κάτι. Προσωπικά, είναι πολύ καλό να περιμένεις κάτι αλλά πρέπει και να κάνεις κάτι, περιμένοντας. Αν δεν έχεις όμως την ελπίδα, δεν θα κάνεις τίποτε. Η ελπίδα είναι η κινητήριος δύναμη, για να προχωρήσεις. Χωρίς την ελπίδα, έχουν τελειώσει τα πάντα. Κι αυτό που θεωρώ μαγικό σε αυτό το έργο, είναι πως ενώ ο Γκοντό ποτέ δεν έρχεται – και βαθιά μέσα τους ξέρουν πως δεν θα έρθει – ο Βλαντιμίρ κι ο Εστραγκόν, έχουν την αγάπη τους. Όσο περισσότερο μεγαλώνω, συνειδητοποιώ πως δεν υπάρχει κάτι πιο μαγικό στο ταξίδι μας, που ερχόμαστε και φεύγουμε, παρά μόνο οι σχέσεις σε κάθε επίπεδο. Κι εμείς, το θέατρο το κάνουμε γιατί μας κρατάει σε επικοινωνία με τον κόσμο αλλά και το μέσα μας.
Λουκία: Αυτός είναι κι ο πυρήνας του έργου. Οι ανθρώπινες σχέσεις, το μόνο που αξίζει. Η αγκαλιά που πρέπει να κάνουμε και να περιμένουμε να πάρουμε. Αυτό είναι το στοιχείο που θριαμβεύει στο έργο. Η ελπίδα κι η αναμονή, αντέχονται με μια αγκαλιά. Μόνο αν στρέψεις το βλέμμα σου στον άλλο, τον δίπλα σου, θα καταφέρεις να διαβείς τον… Ρουβίκωνα της ζωής.
#echaritygr: Όπως είπατε και πριν, το έργο ήταν η καλύτερη στιγμή να παιχτεί γιατί τόσο η σκηνή μέσα όσο και η σκηνή έξω από το θέατρο, παίζουν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Χρειαζόμαστε ελπίδα για να συνεχίσουμε, αλλά η ελπίδα από μόνη της είναι αρκετή;
Μυρτώ: Θα απαντήσω πολιτικά. Η ευθύνη για όσα παίζονται στην σκηνή, μέσα κι έξω, αντικατοπτρίζει το σήμερα. Η κατάσταση στην χώρα, μπορεί φαινομενικά να βαραίνει τους πολιτικούς και σαφέστατα τους βαραίνει καθώς εξελέγησαν για να κάνουν έργο που τελικά δεν έπραξαν επί πολλά συναπτά έτη, αλλά με έναν τρόπο – άλλοτε πιο βαρύ κι άλλοτε πιο ελαφρύ – άλλους περισσότερο κι άλλους λιγότερο, βαραίνει όλους μας. Βολευτήκαμε, αρκεστήκαμε σε μια κατάσταση ευημερίας, πλασματικής ευδαιμονίας που μας έκαναν να αδρανήσουμε απέναντι σε προβλήματα που ενώ γνωρίζαμε πως υπάρχουν, υποκριθήκαμε πως δεν τα είδαμε, οπότε – θα τολμήσω να πω πως – ήμασταν όλοι κάπως μαστουρωμένοι, κοιμόμασταν, ζούσαμε μέσα σε μια δήθεν ευμάρεια. Ευτυχώς τελείωσε αυτή η περίοδος και ξανά ξυπνάμε πιο συνειδητοποιημένοι…
Λουκία: Η κατάσταση στην σκηνή, είναι το έξω. Αυτό που ζούμε. Αυτό αποτυπώνεται για να μας συνειδητοποιήσει. Οι κρατούντες ευθύνονται. Μας πέταξαν ένα κόκκαλο. Το κόκκαλο χόρτασε την ανάγκη μας για εύκολο πλουτισμό. Εμείς το αρπάξαμε και όχι μόνο, γίναμε και αφόρητα εγωιστές. Πάψαμε να μιλάμε και να νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλο, κοιτάξαμε μόνο τον εαυτό μας και προχωρήσαμε αδιαφορώντας για τον δίπλα μας, σε έναν δρόμο εύκολου πλουτισμού. Η εξουσία, ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Και τώρα δεν μπορούμε ούτε μια κοινή αντίδραση να οργανώσουμε. Μας διέλυσαν, φροντίζοντας να διαλύσουν τον κοινωνικό ιστό. Αφάνισαν τη μεσαία τάξη. Γίναμε άνθρωποι χωρίς κοινωνική και πολιτική συνείδηση. Είμαστε πεταμένα πλάσματα σε ένα σύμπαν, ειδικά στην Ελλάδα. Αυτό ακριβώς είναι ο Εστραγκόν κι ο Βλαντιμίρ. Δύο αλήτες σε ένα χωροχρόνο αόριστο πεταμένοι… Εκατομμύρια άνθρωποι… αδέσποτοι. Τίποτε πλέον δεν δένει τον ένα με τον άλλο. Στο άλλο ζευγάρι, του Πότζο και του Λάκυ, μόνο η σχέση του εξουσιαστή και του εξουσιαζόμενου τους συνδέει. Ο ένας δένεται αλληλοεξαρτώμενα με τον άλλο. Θύτες και θύματα.
Μυρτώ: Και χωρίς θύματα, δεν υπάρχουν θύτες…Ο Λάκυ σχεδόν δεν θέλει να φύγει…
Λουκία: Ο Πότζο, τι είναι; Η Μέρκελ. Η εξουσία. Κι ο Λάκυ… μπορεί να είναι η Ελλάδα. Ο Λάκυ, είναι βολεμένος σε αυτή τη σχέση. Ακόμη κι όταν αλλάζουν τα πράγματα στην δεύτερη σκηνή – τυφλός ο Πότζο, μουγκός ο Λάκυ – ο Πότζο τον έχει ανάγκη αλλά ο Λάκυ παίζει τον ρόλο του κανονικά. Οι ρόλοι του θύτη και του θύματος, είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους. Κι αλληλοεξαρτώμενοι. Αν στην κοινωνία μας, αυτοί ήταν οι θύτες, εμείς ήμασταν πάρα πολύ πρόθυμα θύματα. Χρειάζονται τα θύματα για να λειτουργήσει το σύστημα. Ο Εστραγκόν κι ο Βλαντιμίρ, είναι αυτό που λένε στο έργο και συνταρράσει, «μην μου μιλάς, μη με ρωτάς, μείνε μαζί μου». Η φράση του Εστραγκόν, συγκλονίζει. Δεν χρειάζεται στην σχέση, ούτε να εντυπωσιάζεις, ούτε να διεκδικείς ή να εξουσιάζεις τον άλλο… Μόνο η αγνή αγάπη. Αν καταφέρναμε έστω λίγο να κοιτάξουμε δίπλα και να δούμε τις ανάγκες του άλλου, θα μπορούσαμε να αντιδράσουμε συλλογικά απέναντι σε αυτό που μας καταπλάκωσε.
#echaritygr: Στο έργο έχουμε δύο σκηνές. Σχεδόν η δεύτερη σκηνή μοιάζει να επαναλαμβάνει την πρώτη. Μόνο το δεδομένο του περαστικού ζευγαριού, όταν ο Πότζο τυφλώνεται κι ο Λάκυ γίνεται μουγκός, φαίνεται να αλλάζει το πλάνο. Με αυτό το υπέροχο τέχνασμα, ο Μπέκετ έχει καταφέρει να δώσει ένα τράνταγμα μέσα στο έργο, καθώς οι δύο σκηνές γίνονται εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους. Μιλάμε για ένα άχρονο, άτοπο τοπίο. Ωστόσο οι σκηνές δίνουν χρόνο. Συνέχεια. Το μυαλό αδειάζει και γεμίζει ταυτόχρονα… Έχει ένα κουβάρι όλο το σκηνικό.
Λουκία: Είναι αυτό που λέει ο Μπέκετ, «τόσα μέρη ριγμένα στο σύμπαν». Δεν υπάρχει χρόνος. Ο συμπαντικός χρόνος δεν έχει σχέση με τον ανθρώπινο. Το δικό μου σήμερα είναι ένα παράλληλο σήμερα και χθες με όσα ζεις εσύ. Στο συμπαντικό χρόνο, έχουμε την ίδια ηλικία. Κι όλα συνοψίζονται σε αυτό που λέει ο Πόντζο «γεννιόμαστε καβάλα σε έναν τάφο». Ο Λάκυ ακόμα και να μιλούσε, ήταν μουγκός πάντα. Ο Πότζο, η εξουσία, άλλοτε έβλεπε, σήμερα τυφλώνεται. Με τα εσωτερικά μάτια του, ίσως βλέπει και καλύτερα. Όλοι κάποια μέρα, θα γεράσουμε, θα χάσουμε την ακοή μας, την όρασή μας, θα γεννηθούμε, θα πεθάνουμε… Στον συμπαντικό όμως χρόνο, όλοι μας, ζούμε την ίδια ακαθόριστη μέρα, την ίδια άχρονη στιγμή. Είμαστε όλοι τοποθετημένοι σε μια ευθεία γραμμή, με πολύ μικρή απόσταση – σχεδόν μηδαμινή – μεταξύ μας. Για την πραγματικότητα του σύμπαντος, είμαστε μυρμήγκια, με απειροελάχιστο χρόνο ζωής.
Μυρτώ: Το κουβάρι σχετίζεται με την επανάληψη. Αυτή τουλάχιστον που βιώνουν οι δύο απόκληροι. Ο Εστραγκόν κι ο Βλαντιμίρ δεν έχουν αλλαγές. Αντιθέτως, το δεύτερο ζευγάρι, ο Πότζο κι ο Λάκυ, αλλάζουν τα δεδομένα. Μοιάζει ένα σκηνικό που όλα γύρω εξελίσσονται, αλλάζουν, ενώ στο σημείο που τοποθετούνται οι δύο φίλοι, δεν αλλάζει. Στον δικό τους στάσιμο χρόνο και χώρο, εισβάλλουν οι δύο για να φέρουν τον χρόνο. Η εισβολή αυτή, εντείνει την ρουτίνα που ζουν οι άλλοι δύο. Τότε συνειδητοποιούν πως άλλαξαν τα πράγματα γύρω τους κι αυτοί στέκονταν στην ασυνέχεια, στο διαρκές. Οι δύο φίλοι, εξακολουθούν να είναι οι ίδιοι. Δεν συμμετέχουν στην αλλαγή που αντιμετωπίζουν. Ο χρόνος σταμάτησε για αυτούς. Θα ταυτοποιούσα την κατάσταση αυτή με στίχο του Ρασούλη : Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν.
Λουκία: Είναι ο κύκλος της ζωής. Η εξουσία καταρρέει, τυφλώνεται, πασχίζει ωστόσο να κυριαρχήσει… Ο κόσμος ζει, αναπνέει, μάχεται να ελπίσει. Όταν συνειδητοποιήσεις την ταυτότητα της ματαιότητας για αλλαγή των πραγμάτων γύρω σου, τότε κερδίζεις την ταπεινότητα. Τι κάνει λοιπόν διαφορετικό, τι διαχωρίζει τον ένα μας από τον άλλο, αφού όλοι μας είμαστε μυρμηγκάκια στο σύμπαν; Πιο σίγουρος είναι ο θάνατος, παρά η γέννα μας. Στο ενδιάμεσό όμως; Τι κάνουμε για να γίνει καλύτερη η ζωή μας; Η σχέση κι η αγάπη μας προς τον άλλο. Η ανάγκη να έχουμε πλάι μας κάποιον. Η αγάπη θα μας σώσει από χώρο και χρόνο. Για τον άλλο, για τον άνθρωπό μας, για την δουλειά μας, την πατρίδα μας. Το πάθος.
Μυρτώ: Αφού είχε ανέβει η παράσταση, έκανα την σκέψη πως τελικά ο Λάκυ είναι πάντα μουγκός. Μιλάει μόνο στον μονόλογό του. Ακόμα και το κλάμα του στην πρώτη σκηνή, είναι σαν τον ήχο που κάνει ένας μουγκός, όταν πασχίζει να μιλήσει. Είναι το ον με την κατακερματισμένη σκέψη. Όταν μάλιστα δούλευα τον ρόλο του, μου ήρθαν οι εικόνες που είχα δει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μου θύμισε σκηνές από την Λίστα του Σίντλερ, με το τέρας των SS που παίζει ο Φάινς. Έχει έναν κρατούμενο και τον βάζει να παίξει πιάνο και συγκινείται. Παρόλα αυτά, το τέρας αυτό, σκοτώνει Εβραίους λες και παίζει ηλεκτρονικό και συνεχίζει τις θηριωδείες. Ο κρατούμενος αυτός του ξυπνά ένα κομμάτι ανθρώπινο που είχε ο Εξουσιαστής μέσα του. Αυτό κάνει κι ο Λάκυ. Ξαναθυμίζει στον Πότζο πως υπάρχει ένα κομμάτι ανθρωπιάς μέσα του. Ο Πότζο εξάλλου γεννήθηκε όπως όλοι οι άνθρωποι, σεμνός, αγαθός, περιποιημένος και απλός. Αργότερα πονηρεύεται και γίνεται εξουσία. Αυτό τον άνθρωπο πλέον ξαναξυπνά ως μνήμη ο Λάκυ. Ο Λάκυ λέει λοιπον αυτά που θέλει να πει ακόμη κι ο Πότζο. Αυτά που θέλει να θυμηθεί ο Πότζο. Και του τα θυμίζει. Τον αποδεσμεύει από το θηρίο, το τέρας, τον άθλιο εξουσιαστή. Κι ο Πότζο, την ίδια ώρα που τα θυμάται, θέλει να τα σκοτώσει γιατί δεν τα αντέχει. Για αυτό και τραβά το σκοινί, για αυτό και δίνει εντολή να του βγάλουν το καπέλο. Να σταματήσει να σκέφτεται.
Λουκία: Ο Λάκυ είναι το κεντρικό τραγικό πρόσωπο. Είναι ο διανοούμενος. Ο λόγος. Το μυαλό, η διανόηση, η δυνατότητα της σκέψης. Το πνεύμα που η εξουσία θέλει να διαλύσει και να χρησιμοποιήσει. Η σχέση τους, είναι ένα αντικαθρέπτισμα μιας σαδομαζοχιστικής σχέσης. Ο Λάκυ παρόλη την σκληρότητα του Πότζο, μένει κοντά του. Η ταυτότητα αυτή, είναι η ανθρώπινη διάσταση. Αυτό έχουν και τα μεγάλα έργα. Έχουν πολλές πανανθρώπινες υποστάσεις και πολλές διαφορετικές ερμηνείες. Ακόμη και το γεγονός ότι σπεύδουν ο Βλαντιμίρ κι ο Εστραγκόν να του σκουπίσουν τα δάκρυα, δείχνει έντονα τον κώδικα επικοινωνίας μεταξύ του Πότζο και του Λάκυ, αφού ο Λάκυ κλωτσάει τον Εστραγκόν αποτρέποντάς τον να τον βοηθήσει.
#echaritygr: Ο Λάκυ θυμίζει τους φυλακισμένους, που καταδικασμένοι στην σιωπή και τη μοναξιά, όταν θα έρθει η ώρα να μιλήσουν, θέλουν να ξανακερδίσουν την αξία της σκέψης και να προλάβουν να ζήσουν… Πρόσφατα, στην Αθήνα, παίξατε στις φυλακές. Τι εντυπώσεις έχετε από την παράσταση στις φυλακές στην Αθήνα;
Λουκία: Το ωραιότερο κοινό που έγινε ποτέ. Τότε κατάλαβα γιατί έγινε μεγάλη επιτυχία στους βαρυποινίτες που πρωτοπαίχτηκε στις Φυλακές San Quentin. Το φοβερό είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί, κατανοούν κάθε μικρό κομμάτι του έργου, κάθε μικρή ατάκα του έργου, καταλάβαιναν πλήρως τι σημαίνει άχρονο, έλλειψη ελπίδας, τι σημαίνει να περιμένεις αιώνια. Η ανία, η πλήξη. Το τρομερό για μένα είναι μια ερώτηση που έγινε στις φυλακές. Ένα παιδί 25 χρονών, ρωτάει, «γιατί όταν ο Εστραγκόν ονειρεύεται, ο Βλαντιμίρ αρνείται την διήγηση του ονείρου του, «μην μου πεις» και τον μαλώνει… γιατί δεν θέλουμε να θυμόμαστε, να πληγωνόμαστε»… Τότε αντιδρά ένας συγκρατούμενός του και λέει : «Για μένα η σκηνή αυτή είναι πολύ θετική εξέλιξη. Είναι αμάρτημα να νοσταλγείς, να αναπολείς, να ρεμβάζεις. Να δρας είναι το θέμα! Ο ρεμβασμός σε πάει πίσω.» Η αλήθεια για το σήμερα, είναι το «στοπ» που πρέπει να πατήσεις στο παρελθόν και το ένδοξο ιστορικό της Ελλάδος. Τώρα τι κάνουμε; Ο φόβος του μέλλοντος κι η αναπόληση του παρελθόντος, μας εμποδίζουν από το να λειτουργούμε στο «τώρα». Μας εμποδίζουν από την δράση…
Μυρτώ: Αν δεν έχεις όμως επαφή με το παρελθόν και την ιστορία, χάθηκες. Σαφώς το να μένεις μόνο στην τακτική της παρελθούσης κατάστασης της χώρας, της ένδοξης ιστορίας και του σημαντικού μας έθνους και τελικά να αφήνουμε την πληγή ανοιχτή… μας αρρωσταίνει. Η πληγή συνεχίζει και στάζει, μολύνεται όσο εμείς περιμένουμε τον δικό μας Γκοντό, που θέλουμε να ελπίζουμε πως… ναι σίγουρα θα έρθει αύριο…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Μίρκα Αρβανίτη
Latest posts by Μίρκα Αρβανίτη (see all)
- Αμύνταιο: Έκκληση για επταμελή οικογένεια που έμεινε χωρίς σπίτι λόγω φωτιάς - 10 Απριλίου 2021
- Τα αδερφάκια του Γιώργου τον περιμένουν να έρθει σπίτι… - 6 Απριλίου 2021
- Αγρίνιο | Ο 18χρονος Γιάννης μας χρειάζεται για να σταθεί όρθιος - 2 Απριλίου 2021
- Η Άνδρη Θεοδότου με κάτι περισσότερο από 592 λέξεις - 8 Μαρτίου 2021
- Ασημίνα Ξηρογιάννη: χωρίς πόνο δεν γράφεται ποίηση. - 8 Μαρτίου 2021