«Οι τυφλοί με τον λύχνο» | Ανταπόκριση στην Γερμανία | Νυρεμβέργη
Η Αναστασία Γκίτση είναι αναμφίβολα μια φιγούρα της πόλης και δη της Θεσσαλονίκης. Κουβαλάει στις συγγραφικές της αποσκευές ποικίλα άρθρα, λογοτεχνικά και θεολογικά, εισηγήσεις, συμμετοχές σε συμπόσια, συνέδρια, ποιητικούς μαραθώνιους, festivals. Έχει επιμεληθεί, οργανώσει και συμμετάσχει σε πρωτότυπα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά δρώμενα Ελλάδας και εξωτερικού με εξαιρετικούς συνεργάτες και συνοδοιπόρους όλων των εκφάνσεων της τέχνης. Μουσική, εικόνα, video, εικαστικά, θέατρο, performances είναι όλα το πλαίσιο και το μέσα για να «κοινωνήσει» -όπως συχνά λέει η ίδια- την ποίηση, τις λέξεις στον κόσμο. Η Αναστασία Γκίτση υπήρξε από τις αρχικές συντάκτριες του περιοδικού, πρωτίστως όμως είναι η ευαίσθητη φίλη, που ό,τι και να κάνει, είτε πρόκειται για μάθημα στην τάξη, είτε για συμμετοχή σε κάποια πολιτιστική δράση της πόλης, είτε για κάποια δική της πρωτότυπη ιδέα, το κάνει με απόλυτη προσήλωση και σεβασμό στα πρόσωπα και στα πράγματα με τα οποία συσχετίζεται. Δεν θα περίμενα λοιπόν κάτι διαφορετικό και στο νέο της εγχείρημα ως μέλος της Ελληνικής Καλλιτεχνικής Λέσχης της Νυρεμβέργης.
Η ποίηση εξάλλου τους αφορά όλους, καθώς μέσα της βρίσκουμε όλες μας της ηλικίες. Πρώτος εισέρχεται στη σκηνή ο κιθαρίστας Κωνσταντίνος Μαύρος. Δεύτερος ο Χρήστος Κολοτούρος παίρνει ένα μπουκάλι κρασί με δυο ποτήρια, τακτοποιεί το τραπέζι, φροντίζει κάθε λεπτομέρεια σαν να περιμένει επισκέπτες, ίσως είμαστε εμείς οι Νυχτερινοί Επισκέπτες για απόψε, ίσως πάλι ο ίδιος ο ποιητής… Τα φώτα χαμηλώνουν σχεδόν τελείως. Μια γυναικεία φιγούρα διασχίζει αργά, σταθερά σχεδόν ιεροτελεστικά τον χώρο κρατώντας έναν λύχνο αναμμένο. Σαν πομπή διασχίζει το χώρο, κοιτώντας το κοινό στα μάτια, οι ηλεκτρονικοί ήχοι αναδύονται στον αέρα, η φιγούρα έλκεται από τη σκηνή και έλκει μαζί τους τους θεατές που ακολουθούνε με το βλέμμα τους κατανυκτικά το βηματισμό της. Ένα τραπέζι. Δυο φιγούρες. Ένα κρασί. Δυο ποτήρια. Αρχίζει η κοινωνία των λέξεων, γλυκόπικρη, ένα κέντημα λέξεων στην ελληνική και στη γερμανική γλώσσα. Τα ποιήματα μπλέκονται, η ελληνική με την γερμανική εναλλάσσονται, οι σιωπές δίνουν τον χρόνο να αναλογιστεί το κοινό τις μεγάλες αλήθειες που έχει γράψει ο ποιητής. Ποιήματα που βάζουν στον κέντρο τον άνθρωπο με όλες του τις αγωνίες, με όλες του τις αδυναμίες και με την αιώνια εκείνη ελπίδα του για τον καλύτερο εαυτό, για τον καλύτερο κόσμο.
Und die Liebe ist unsere Narretei
angesichts der Unmöglichkeit, einander kennen zu lernen.Κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο
να γνωρίσει ο ένας τον άλλον.Erbarme dich Herr, du hast den Dichtern unrecht getan,
indem du ihnen nur eine Welt gabst
und wenn ich sterbe, möchte ich
unter den Blättern meines Tagebuches beerdigt werden,
um die Tage mit mir zu nehmen.
Und was vielleicht übrig bleibt von uns,
ist ein kleines Vergissmeinnicht
am Rand des Weges.Όταν πεθάνουμε, να μας θάψετε κοντά.
Για να μην τρέχουμε μέσα στην νύχτα να συναντηθούμε
Η κιθάρα παρεισφρύει στις λέξεις, άλλοτε μελωδικά μαζί τους, άλλοτε παρασύρει τους θεατές με το παράπονο της σ’ένα ψέλλισμα γνώριμων τραγουδιών, βρέχει στη φτωχογειτονιά… βρέχει και στην καρδιά μου. Οι Γερμανοί κλείνουν τα μάτια, δείχνουν να ταξιδεύουν πάνω στους ήχους της κιθάρας, της ελληνικής γλώσσας, του ποιητικού ρυθμού. 57 λεπτά περνάνε γρήγορα, εξαϋλώνονται μέσα στη ζεστή ατμόσφαιρα της σκηνής και ολόκληρου του φουαγιέ. Οι φωνές των κεντρικών προσώπων γίνονται η φωνή του καθενός από εμάς που νιώθουμε τα ποιήματα σαν δικές πληγές, δικές μας ήττες, δικά μας ερωτήματα, κρατάμε στα χέρια μας τον δικό μας καθρέπτη. Μέσα στο σκοτάδι με τον λύχνο συναντάμε στα λόγια του ποιητή τον ίδιο μας τον εαυτό. Η Αναστασία σηκώνεται και ξεκινά την ανάστροφη πορεία. Όπως ήρθε έτσι έφυγε. Ηχεί ακόμη το τελευταίο ποίημα που απήγγειλε εν μέσω κοινού, έχοντας απομακρυνθεί από την σκηνή.
Κάποτε θα ξανάρθω. Είμαι ο μόνος κληρονόμος.
Κι η κατοικία μου είναι παντού όπου κοιτώ.
Το δεύτερο ηλεκτρονικό κομμάτι της βραδιάς διαχέεται στον χώρο, στα αυτιά ενός βωβού κοινού, που κρατάει την αναπνοή του για ν’αφουγραστεί κάθε ήχο της κίνησης της φιγούρας που χάνεται αργά και σταθερά στο σκοτάδι του χώρου. Η σκηνή φωτισμένη ακόμη στις αντρικές φιγούρες. Η γωνία του κιθαρίστα θα σβήσει βυθίζοντάς τον στο σκοτάδι. Ο Χρήστος, συμμαζεύει το τραπέζι όπως έκανε στην έναρξη της δράσης. Περιμένει, κοιτάει κατά εκεί που κατευθύνθηκε η γυναικεία φιγούρα, καπνίζει, περιμένει, περιμένει, μαζεύει σιγά σιγά, σιγά σιγά μαζεύεται, ακουμπά στον τοίχο και μαζεύεται, γίνεται σχεδόν ένα με την αγκαλιά του. Τα φώτα σβήνουν.
57 λεπτά ένα μεγάλο ταξίδι καταβύθισης στον ίδιο μας τον εαυτό με αφορμή τα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη. Μια βραδιά μυσταγωγική που βιώσαμε με όλες μας τις αισθήσεις. Ένα κόσμος που τον μοιραστήκαμε για 57 λεπτά όσοι βρεθήκαμε στο φουαγιέ. Εξάλλου όπως λέει και ο ποιητής: ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει.
echaritygr
Latest posts by echaritygr (see all)
- Θέατρο Σοφούλη | «Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ έναν γλάρο να πετάει» - 18 Μαρτίου 2023
- BABY BOOM | 12ο event στο Hyatt Regency Thessaloniki στηρίζει Παιδικά Χωριά SOS - 18 Μαρτίου 2023
- Κινέζοι σκίουροι, ρίχνονται με τα μούτρα στη μάχη κατά των ναρκωτικών ουσιών - 12 Μαρτίου 2023
- Σεισμός 7,8 Ρίχτερ σε Τουρκία – Β. Συρία | Τουλάχιστον 1.500 νεκροί (ΕΙΚΟΝΕΣ) - 6 Φεβρουαρίου 2023
- Κλωνοποιημένες «σούπερ αγελάδες» στην Κίνα παράγουν υψηλή ποσότητα γάλακτος - 3 Φεβρουαρίου 2023