Δήμητρα Τράκα: «Δεν διάβασα ποτέ παραμύθι… για μένα ήρωες ήταν πάντα οι γονείς και οι παππούδες μου»
Νομίζω πως είναι από τα λίγα πρόσωπα που μιλάνε με τα μάτια, χωρίς καν να χρειαστεί να αρθρώσουν λέξη. Κι όχι γιατί δεν έχουν να πουν κάτι με τις λέξεις τους… Κάθε άλλο. Η Δήμητρα είναι ένας «δικός» άνθρωπος, ένας άνθρωπος που από την πρώτη στιγμή νοιώθεις πως μιλάει με το δικό σου στόμα, με την δική σου ψυχή και με την δική σου αγάπη.
Ένας άνθρωπος που λάμπει από την κορυφή ως τα νύχια, μια οντότητα στα συγγραφικά στέκια που αφήνει όπως και να έχει, την σφραγίδα της. Χωρίς καλλωπιστικές περικοκλάδες, χωρίς φτιασιδωμένες σκέψεις κισσούς, χωρίς μαιάνδρους στις προτάσεις. Στιλπνή, λεία, με καλογυαλισμένες γωνίες στην γραφή της και κυρίως με πολύ συναίσθημα. Τα πρώτα της βήματα στην συγγραφική χώρα, τα έκανε με την «Αλεξάνδρα» ένα βιβλίο που η πνιγμονή του από αγάπη, είναι εμφανής σε κάθε απλή και λιτή πρόταση που κινείται ρυθμικά με τις μορφές, τους ήρωες και τα γεγονότα που αναπτύσσονται στις σελίδες του. Το δεύτερο βιβλίο της «Ένα Σμαράγδι για δύο», είναι μια ασυνήθιστη ιστορία για τα ελληνικά σοκάκια της συγγραφής, εφάμιλλη των μεγάλων ερώτων και της τραγικότητάς τους που διαβάζουμε σε μεγάλα best sellers του εξωτερικού. Μια ιστορία μιας αληθινής αγάπης. Ενός δυνατού έρωτα. Τρεις ζωές, κουβάρια στιγμές, λέξεις που βιάζονται να καλυφθούν από τα χαλάσματα του χρόνου… Δεν θα μιλήσω παραπάνω για την Δήμητρα.
Η μορφή της βασιλική, η ψυχή της κρυστάλλινη. Η ταυτότητά της; Συγγραφέας. Δημιουργιική, εμπνευσμένη, μετρημένη, παραδέχεται πως υπάρχουν και τρωτά σημεία στην γραφή της που επιτρέπουν στους ήρωες να την παρασύρουν στις δικές τους ιστορίες ενώ δεν διστάζει να μας «εμπιστευθεί» πως είναι από τους πρώτους αναγνώστες που διάβασε ηλεκτρονικό βιβλίο. Φάρος στους δρόμους της, πάντα οι γονείς και οι παππούδες της ενώ σύμβουλος πιστός πάντα στα βήματά της σήμερα, ο σύζυγός της. Την Δήμητρα Τράκα μπορείτε να την ακολουθήσετε και στο facebook, καθώς εκμεταλλεύεται το δίκτυο τόσο για την «καλημέρα» της με τους φίλους της όσο και για να μας ενημερώνει για τα προσωπικά συγγραφικά της βήματα ή ακόμη και για να μας προτείνει νέες συγγραφικές πένες που το κριτήριό της κρίνει πως αξίζουν ανάγνωσης από εμάς. Η απλή αλλά και «δικτυωμένη» κυρία του ελληνικού βιβλίου, της διπλανής πόρτας, άνοιξε την καρδιά της και μίλησε αποκλειστικά στο #echaritygr. Απολαύστε την.
Αλέξανδρος Τανασκίδης: Τι σε ώθησε να ασχοληθείς με την γραφή; Γράφεις, ή προσπαθούσες να γράψεις από μικρή; Πως και δεν ασχολήθηκες πιο νωρίς; Έπρεπε να κάνεις τον κύκλο σου κι εσύ σε διάφορα επαγγελματικά λημέρια για να καταλήξεις στην γραφή;
Δήμητρα Τράκα: Από όσο θυμάμαι με τον εαυτό μου, στα χέρια μου υπήρχαν πάντα ένα μολύβι κι ένα χαρτί. Πάντα μου άρεσε να καταγράφω συναισθήματα, εικόνες, ήχους και μυρωδιές, που γαργαλούσαν τη φαντασία μου και άγγιζαν τη ψυχή μου. Το ταξίδι της γραφής και της ανάγνωσης ξεκίνησε για μένα από την ηλικία των πέντε ετών και μέχρι σήμερα υπάρχουν στο συρτάρι μου πάρα πολλά χειρόγραφά μου και το καθένα έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Ποτέ δεν σκέφτηκα να εκθέσω δημόσια τα γραπτά μου, μέχρι που έγραψα το πρώτο μου βιβλίο, την «Αλεξάνδρα» και με παρότρυνση του συζύγου και της οικογένειάς μου, αποφάσισα να το εμπιστευθώ σ’ έναν εκδοτικό οίκο. Τα ταξίδια και ο χώρος του τουρισμού που είναι και η κανονική μου δουλειά, ήρθαν παράλληλα και αφού σταμάτησα να ασχολούμαι επαγγελματικά με τον τουρισμό, σκέφτηκα να μοιραστώ τα ταξίδια του νου που κάνω εγώ και με άλλους ανθρώπους.
Α.Τ.: Τι σημαίνει «γράφω»; Τι «συγγράφω»; Έχουμε λίγο χάσει τα νοήματα των λέξεων σε αυτή την χώρα; Η μισή Ελλάδα αιμορραγεί ποίηση και συγγραφή. Πόσο αυστηρός αναγνώστης είσαι; Διαβάζεις γενικά;
Δ.Τ.: Ως Έλληνες, είμαστε φύσει καλλιτεχνικός λαός. Άλλος δηλαδή γράφει στίχους, άλλος κείμενα, άλλος βιβλία, άλλος μουσική και ούτω καθεξής. Σε μια χώρα που πρεσβεύει τον πολιτισμό και ζει από αυτόν ένα μεγάλο ποσοστό των πολιτών της, θα πρέπει να είμαστε περήφανοι γι’ αυτό και όχι μόνο. Αν αφήσουμε να σβήσει ο πολιτισμός μας, σύντομα θα σβήσουμε και από τον χάρτη. Ο κάθε συγγραφέας λοιπόν, που μπορεί ν’ αφήσει πίσω του παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές, έστω και ένα βιβλίο, αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι του πολιτισμού μας. Προσωπικά, αν με ρωτούσες, θα σου έλεγα ότι δεν είμαι συγγραφέας, αλλά «ερασιτέχνης» συγγραφέας, δηλαδή είμαι απλώς κι εγώ ένας από τους εραστές της τέχνης. Συγγραφέα, ονομάζω αυτόν που αφήνει πίσω του μεγάλο και σημαντικό έργο. Το δικό μου είναι νεογέννητο και ακόμη άγνωστο προς πολλούς. Αυτός λοιπόν που γράφει, μέσα από ένα κείμενο έχει πάντα κάτι να δώσει στον αναγνώστη. Δεν γράφει απλά για να λέει πως γράφει και να διεκδικεί τον τίτλο. Υπάρχουν βέβαια και αυτές οι εξαιρέσεις, αλλά ευτυχώς είναι λίγες. Ως αναγνώστης, αποφεύγω τέτοιου είδους γραπτά και επιλέγω πάντα εκείνα μόνο που αγγίζουν τη ψυχή μου. Δεν έχω το δικαίωμα να κρίνω όποιον εκτίθεται και παρουσιάζει ένα δημιούργημα, το οποίο είναι ένα σημαντικό κομμάτι του εαυτού του, αντιθέτως τον συγχαίρω, γιατί ξέρω καλά ότι χρειάζεται δύναμη και «γερό στομάχι», όμως έχω την ελευθερία να επιλέγω τι θα διαβάσω, όπως όλοι οι αναγνώστες.
Α.Τ.: Τα πρώτα ψήγματα από παιδί; Έμαθες όπως λες και μέσα στο δεύτερο βιβλίο σου, τις πρώτες λέξεις δίπλα στον παππού σου, ανάμεσα στα πατρόν για τα κοστούμια… Εκείνος λοιπόν έραβε ρούχα για να καλύψουν τα σώματα και εσύ, «έραβες τις λέξεις με κλωστές για να καλύψεις τις ψυχές»…
Δ.Τ.: Όπως προανέφερα, έμαθα να διαβάζω σε πολύ μικρή ηλικία. Ανεβασμένη επάνω στον πάγκο ραφής του παππού ή καθισμένη σε μια ραπτομηχανή, όπως είναι λογικό, τα παραμύθια μου και αργότερα τα βιβλία και τα τετράδιά μου, μύριζαν πάντα ύφασμα και λάδι μηχανής. Σ’ ένα τετράδιο με μεγάλα κενά, έπλαθα μικρές ιστορίες με ήρωες όπως ένας χάρακας ραφής ή ένα ηλεκτρικό σίδερο και στην κορυφή της σελίδας ζωγράφιζα τις σκηνές που εκτυλίσσονταν στην φαντασία μου αλλά και στην πραγματικότητά εμπρός μου. Πρωταγωνιστής της κάθε ιστορίας μου βέβαια, ήταν πάντα ο παππούς μου, γιατί μόνο εκείνος ήξερε καλύτερα από τον καθένα να κουμαντάρει όλα εκείνα τα σύνεργα, έτσι τον τοποθετούσα μονίμως στην κορυφή. Αργότερα όταν μεγάλωσα, δεν ήταν λίγες οι φορές που για να κάνω την προετοιμασία στις σχολικές εξετάσεις, έπαιρνα την σάκα μου και κρυβόμουν πάλι εκεί, στο ραφείο, για να διαβάσω με την ησυχία μου, υπό τους ήχους της ραπτομηχανής και του μεγάλου σιδερένιου ψαλιδιού που ασταμάτητα έκοβε κι έκοβε… Και όταν πριν από δύο χρόνια περίπου ολοκληρώθηκε το πρώτο μου βιβλίο και το παρέδωσα στα χέρια του παππού, σ’ εκείνο το ραφείο, καθισμένος στη μεγάλη πολυθρόνα του, το διάβασε και μου έκανε τις παρατηρήσεις του αλλά και μου έδωσε ακόμα έναν λόγο για να συνεχίσω να γράφω…
Α.Τ.: Όλοι μας έχουμε ταυτιστεί με έναν ήρωα παιδικών παραμυθιών ή ιστοριών. Και κάπου εκεί κοντά στην εφηβεία, ή τον στήνουμε στα 3 μέτρα και τον σκοτώνουμε για να ψάξουμε «ήρωες στα μέτρα μας» ή τον «παγώνουμε» ηλικιακά και τον διατηρούμε μαζί με την παιδικότητά μας… Εσύ;
Δ.Τ.: Εγώ, αυτό που θα σου πω με βεβαιότητα, είναι ότι ποτέ μα ποτέ, δεν διάβασα παραμύθι, που οι ήρωές του ήταν πρίγκιπες και πριγκίπισσες. Δεν πίστευα ποτέ σε αυτά τα πρόσωπα και σε κανενός είδους ροζ παραμύθι. Ήμουν αν θες, λίγο αγοροκόριτσο και βιβλία όπως «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» και «Ένα παιδί μετράει τα άστρα», μου άρεσαν περισσότερο από άλλα. Για μένα ήρωες ήταν πάντα οι γονείς και οι παππούδες μου και σήμερα ο προσωπικός μου ήρωας, είναι ο σύζυγός μου. Το πρόσωπο της κάθε ιστορίας που διάβαζα και διαβάζω, είναι για μένα το μέσο που θα με ταξιδέψει. Παραδίδω άνευ όρων τη φαντασία μου αλλά και την ψυχή μου, ενσωματώνομαι και δεν ρωτώ ούτε κατεύθυνση αλλά ούτε και προορισμό.
Α.Τ.: Ο Έλληνας, διαβάζει βιβλία που ψάχνει να βρει ο ίδιος ή τελικά έχουμε κυριευτεί και εδώ από την ξενόφερτη μόδα της υπερπροβολής και της διαφήμισης των εκδοτικών οίκων; Εσύ θα διαβάσεις κάτι επειδή συζητείται ή διαφημίζεται ή επειδή θα μιλήσει στην καρδιά σου;
Δ.Τ.: Δεν είναι ψέμα πως ένα ποσοστό των Ελλήνων παρασύρεται από την έτοιμη μόδα που του σερβίρουν, όμως είναι πραγματικά συγκινητικό το γεγονός, ότι ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό επιλέγει να διαβάσει βιβλία που θα χρειαστεί ν’ αναζητήσει ο ίδιος στα ράφια ενός βιβλιοπωλείου ή θα τα ψάξει κατόπιν σύστασης από κάποιο άλλο πρόσωπο. Εγώ έχω την συνήθεια, που ευτυχώς δεν με πρόδωσε ως τώρα, να διαβάζω πάντα τις πρώτες λέξεις στην πρώτη σελίδα ενός βιβλίου και αν μου κεντρίσουν το ενδιαφέρον, θα διαβάσω ολόκληρο το βιβλίο. Εξάλλου, ποτέ δεν ξέρεις αν ένα βιβλίο θα μιλήσει στην καρδιά σου, αν πρώτα δεν το έχεις ολοκληρώσει…
Α.Τ.: Στα βιβλία σου, τόσο στην Αλεξάνδρα όσο και στο Ένα Σμαράγδι για δύο, ταυτίζονται κάποια στοιχεία των ηρώων σου με δικά σου προσωπικά σημάδια. Πιστεύεις ότι έτσι οφείλει να εκτίθεται η ψυχή; Πόση συγγραφική οικονομία επιτυγχάνεται με αυτόν τον τρόπο;
Δ.Τ.: Πιστεύω ότι κάθε συγγραφέας, στα έργα του, αφήνει το δικό του σημάδι. Άλλος έχει το αστυνομικό δαιμόνιο, άλλος μένει για πάντα παιδί, άλλος παρασύρεται από τα συναισθήματά του και τις συνήθειές του. Εγώ χρησιμοποίησα απλώς κάποιες αγαπημένες συνήθειες, όπως είναι η υπερβολική ζάχαρη στον καφέ μου και τις αφομοίωσα σε κάποιους ήρωες των βιβλίων μου. Δεν αρνούμαι ότι στην «Αλεξάνδρα» χρησιμοποίησα και κάποια στοιχεία του χαρακτήρα μου, όμως στο «Σμαράγδι», άφησα τους ήρωες να με παρασύρουν και να δημιουργήσουν εκείνοι την ιστορία. Εγώ έμεινα απλός παρατηρητής ανάμεσά τους και τους παραχώρησα τον ρόλο του δημιουργού. Ούτε στο «Σμαράγδι» αλλά ούτε και στα επόμενα έργα μου γνώριζα την ιστορία από την αρχή. Αγκιστρώνομαι πάντα από ένα συναίσθημα της στιγμής, το οποίο είναι η έμπνευσή μου κάθε φορά και ξεκινώ να γράφω. Ποτέ δεν γνωρίζω εξ’ αρχής ούτε τα πρόσωπα αλλά ούτε και την ιστορία τους. Απλώς περιγράφω το συναίσθημα και την θέση που έχει στον χώρο και στον χρόνο και σιγά-σιγά ξεπηδούν οι χαρακτήρες, ξεκινώντας έναν τρελό χορό. Με κρατούν από το χέρι και ανάμεσά τους κι εγώ, παρασύρομαι από τις διαδρομές τους και από τις ανησυχίες τους. Δεν νομίζω να γίνεται λοιπόν, με αυτόν τον τρόπο συγγραφική οικονομία, όταν βάζει κανείς μόνο μικρές πινελιές σ’ ένα έργο του. Εκεί που ίσως αν θες παρατηρείται ένα τέτοιο φαινόμενο, είναι στις περιπτώσεις που κάποιος γράφει την αυτοβιογραφία του και μετά δεν παραδίδει κανένα άλλο έργο στο αναγνωστικό του κοινό. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει πηγή έμπνευσης καμία άλλη, παρά μόνον ο εαυτός του και γι’ αυτό σταματά.
Α.Τ.: Σε μια πρόσφατη συζήτησή μου με την συγγραφέα Αλκυόνη Παπαδάκη, άκουσα πως ο Έλληνας έχει πλέον πιο στενή σχέση σήμερα με το βιβλίο από ότι παλαιότερα. Κατά την γνώμη σας τι συμβαίνει με τους αναγνώστες; Με ποιο κριτήριο επιλέγουν να διαβάσουν;
Δ.Τ.: Είναι αλήθεια, ότι ο Έλληνας στις μέρες μας, αποζητά το βιβλίο με περισσότερη λαχτάρα από ότι παλαιότερα. Έχω την αίσθηση ότι το βιβλίο πλέον, είναι μια ανάγκη εσωτερική την οποία δημιούργησε η εποχή μας. Το φαινόμενο που ονομάζουν «οικονομική κρίση», εγώ το λέω «ψυχολογική κρίση». Μπλέκοντας τους Έλληνες στο δικό τους παιχνίδι, όσοι μας κυβερνούν και φορτώνοντάς μας τις δικές τους ευθύνες, το μόνο που κατάφεραν, είναι να βλέπουμε γύρω μας καθημερινά, πρόσωπα σκυθρωπά και θλιμμένα. Από αυτή τη θλίψη λοιπόν, ο άνθρωπος αναζητά διέξοδο και καθώς έχουμε χάσει και την προσωπική επαφή, το βιβλίο μοιάζει με παράθυρο σε μια άλλη πραγματικότητα. Προσωπικά θεωρώ ότι είναι μέγα λάθος. Το βιβλίο είναι ένα διαφορετικό ταξίδι κάθε φορά. Δεν πρέπει να το χρησιμοποιούμε αλλά να το απολαμβάνουμε! Μόλις λοιπόν θ’ αναγνωρίσουμε την πραγματική του αξία, τότε θα το αγαπήσουμε ακόμη περισσότερο και θα επικοινωνούμε ακόμη καλύτερα. Το αισιόδοξο είναι ότι προς αυτή την κατεύθυνση τείνουμε και τα θετικά αποτελέσματα δεν θ’ αργήσουν να φανούν!
Α.Τ.: Η εποχή έχει εισάγει το ηλεκτρονικό βιβλίο. Και το παλιό χάρτινο τι γίνεται πλέον; Σκέφτηκες να εκδώσεις ηλεκτρονικά;
Δ.Τ.: Ομολογώ ότι είμαι από τους πρώτους ανθρώπους στην Ελλάδα που προμηθεύτηκα το ηλεκτρονικό βιβλίο, σε μια εποχή που το χάρτινο είχε ξεφύγει από τα όρια της λογικής τιμής. Για μένα ήταν απίστευτη οικονομία ν’ αγοράζω ένα βιβλίο στη μορφή αρχείου και όχι ως ύλη. Διαβάζω τόσα πολλά βιβλία σε μικρό χρονικό διάστημα και πολλές φορές βιβλία αρκετά παλιά που έχουν είτε μεγάλο κόστος είτε είναι δυσεύρετα. Στην αρχή, με εξυπηρέτησε πάρα πολύ αυτό το είδος και όχι μόνο εμένα όπως μαθαίνω κατά καιρούς, από γνωστούς και φίλους. Το λυπηρό είναι ότι αν δεν αντιληφθούν οι εκδοτικοί οίκοι, αυτή την απειλή της εποχής μας και δεν προσαρμόσουν τις τιμές στα σημερινά δεδομένα, το χάρτινο βιβλίο σύντομα θα εκλείψει. Προσωπικά, δεν σκοπεύω ποτέ να εκδώσω ηλεκτρονικά κανένα βιβλίο μου, γιατί η αίσθηση που αφήνει η αφή, η όραση, η οσμή αλλά και οι ήχοι στην φαντασία μας το κλασικό βιβλίο, δεν περιγράφεται αλλά και δεν συγκρίνεται με τίποτα!
Α.Τ.: Ένα Σμαράγδι για δύο. Ένα βιβλίο που τελείωσε από τύχη την ίδια μέρα που έφυγε από την ζωή ο αγαπημένος σου παππούς… Τι συναισθήματα γεννά η πρώτη ανάγνωση μετά την έκδοση σε σένα;
Δ.Τ.: Ας μου επιτραπεί να χωρίσω την απάντησή μου σε δύο μέρη, ως αναφορά τα συναισθήματά μου γι’ αυτό το βιβλίο. Στο πρώτο κομμάτι, θ’ αναφερθώ στα συναισθήματα που ένιωσα την στιγμή που αντιλήφθηκα κάτι πολύ συγκεκριμένο, όταν θυμήθηκα σε ανύποπτο χρόνο, κάνοντας μια κουβέντα με τον σύζυγό μου και αναφέροντας σ’ εκείνον κάποιες παιδικές μου αναμνήσεις. Λίγο πριν φύγει για το μεγάλο ταξίδι ο παππούς μου, μου είχε ζητήσει, όταν θα γράψω το επόμενο βιβλίο μου, δίχως εκείνος να γνωρίζει ότι εγώ είχα ήδη ξεκινήσει πριν αρκετό καιρό να γράφω το «Σμαράγδι» μου, να τον θυμηθώ και να τον αναφέρω. Εκείνη τη στιγμή, αντιλήφθηκα ότι όχι μόνο τον είχα θυμηθεί, αλλά κάπου μέσα στο βιβλίο, τον είχα τοποθετήσει καιως χαρακτήρα και μάλιστα με συγκεκριμένη μορφή, η οποία αναφέρεται σε δύο σημαντικά σημεία του βιβλίου μου. Ήταν κάτι που όχι μόνο δεν το είχα σχεδιάσει, αλλά στην ιδέα ότι είχα ήδη πραγματοποιήσει την τελευταία του επιθυμία, δίχως να το αντιληφθώ κι εγώ η ίδια, με έκανε ν’ ανατριχιάσω σύγκορμη. Στο δεύτερο κομμάτι της απάντησής μου, στο ερώτημα που αφορά τα συναισθήματα που γέννησε μέσα μου η πρώτη ανάγνωση του βιβλίου μου μετά την έκδοσή του, μπορώ να ομολογήσω, ότι δύο ειδών ήταν τα συναισθήματά μου. Το πρώτο ήταν υπερηφάνεια, γιατί το «Σμαράγδι» υπήρξε η ζωντανή απόδειξη ότι είναι το βιβλίο πρόκληση για μένα, γιατί δημιουργήθηκε πραγματικά από το μηδέν, χωρίς δηλαδή να υπάρχει συγκεκριμένη ιστορία παρά μόνο μια αφορμή. Το δεύτερο ήταν απέραντη χαρά. Μια χαρά που πλημμύρισε την ψυχή μου, όταν διαβάζοντας την τελευταία σελίδα, συνειδητοποίησα ότι όσο το διάβαζα, είχα γίνει κι εγώ ένα με τους ήρωες και ζούσα την ιστορία από την αρχή μαζί τους. Γέλασα, έκλαψα, βίωσα την ένταση των συναισθημάτων τους κι έζησα όλες τις ψυχικές τους διακυμάνσεις σαν να ήμουν κι εγώ ανάμεσά τους. Ένιωσα λοιπόν κι εγώ, για πρώτη φορά την χαρά του συγγραφέα ως αναγνώστης και είναι ειλικρινά η μεγαλύτερη ανταμοιβή για μένα, γιατί κατάλαβα τον αληθινό λόγο που οι αναγνώστες μου αγάπησαν τα βιβλία μου, κι αυτό με κάνει πραγματικά ευτυχισμένη!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Μίρκα Αρβανίτη
Latest posts by Μίρκα Αρβανίτη (see all)
- Αμύνταιο: Έκκληση για επταμελή οικογένεια που έμεινε χωρίς σπίτι λόγω φωτιάς - 10 Απριλίου 2021
- Τα αδερφάκια του Γιώργου τον περιμένουν να έρθει σπίτι… - 6 Απριλίου 2021
- Αγρίνιο | Ο 18χρονος Γιάννης μας χρειάζεται για να σταθεί όρθιος - 2 Απριλίου 2021
- Η Άνδρη Θεοδότου με κάτι περισσότερο από 592 λέξεις - 8 Μαρτίου 2021
- Ασημίνα Ξηρογιάννη: χωρίς πόνο δεν γράφεται ποίηση. - 8 Μαρτίου 2021