Στεφανία Καρκαμάνη: ΌΧΙ! Δεν είμαστε χαμένη γενιά!
Φόβοι για το μέλλον, σκέψεις για την εποχή του αύριο, σχέδια για μια κοινωνία που αν την παρουσιάσουμε από σήμερα όπως την οραματιζόμαστε αν αυτή παραμεληθεί και δεν ενδιαφερθεί ο πολίτης από σήμερα κιόλας, ίσως και να αφυπνίσουμε συνειδήσεις για να προλάβουμε παρά να θεραπεύσουμε.
Η λογοτεχνία πάντα προορισμένη να προβληματίσει, να συμπληρώσει το χάσμα μεταξύ του χθες, του σήμερα και του αύριο, πάντοτε ταγμένη στην ενδόμυχη ανασκαφή των πιο μύχιων σκέψεων και οπτικών τόσο του συγγραφέα όσο και του αναγνώστη. Τί γίνεται όμως, όταν η ρεαλιστική καταγραφή της ίδιας της πραγματικότητας, στην λογοτεχνία, υστερεί σε οπτική και δυναμική; Η φανταστική λογοτεχνία, επιστρέφει στο πάλκο της συγγραφής, για να ανοίξει εκείνη την πόρτα που σφάλισαν ο λογοτεχνικός ρεαλισμός κι η απαράλλαχτη αποτύπωση της πραγματικότητας με την στατικότητα και την σχεδόν φωτογραφική τύπωση εικόνων, στιγμών, αποσταγμένες από συναισθήματα και… πτητικές δυνατότητες! Ο άνθρωπος εξάλλου, αρέσκεται να διαφεύγει από την βατή και σχεδόν ανιαρή πραγματικότητα, την χρονική του γήρανση και την σταθερά εξελικτική του… αποσάθρωση. Για αυτό κι επινόησε το φανταστικό, που ανοίγει ένα μικρό ντουλαπάκι στον χρόνο και σκάβει σήραγγες ονειρικών κόσμων για να έρθει κάποια στιγμή σε επαφή και πάλι με το παιδί που κρύβει μέσα του. Ένα τέτοιο μικρό λαγούμι, στον κήπο των λέξεων και των φανταστικών πλασμάτων, έσκαψε με μαεστρία, η Στεφανία Καρκαμάνη, με το πρώτο της βιβλίο φαντασίας, Λάχεσις. Με σπουδές στην Επιστήμη της Ψυχολογίας και με μια πτυχιακή εργασία που πολλοί θα ζήλευαν για το νεαρό της ηλικίας της, οραματίστηκε έναν κόσμο φανταστικό για την Θεσσαλονίκη του 2157, καθρεπτίζοντας έναν μικρόκοσμο – πρότυπο της ολότητας του σημερινού κατεστημένου σε μέλλοντα διαρκείας. Τι την ώθησε να γράψει φανταστικά σε μια εποχή που έχουν στερέψει οι σκέψεις;
Ο Γαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές κάποτε είχε πει: Η φανταστική λογοτεχνία επινοήθηκε τη μέρα που ο Ιωνάς γύρισε σπίτι του και είπε στην γυναίκα του ότι άργησε τρεις μέρες επειδή τον είχε καταπιεί μια φάλαινα.
Αλέξανδρος Τανασκίδης: Λάχεσις. Στην αρχαία ελληνική μυθολογία, αντιπροσώπευε το μέλλον της ζωής των ανθρώπων. Το τέλος, σύμφωνα με τη φύση, εκδηλώνεται σε όλα τα πράγματα. Η Μοίρα αυτή, όριζε την διάρκεια της ζωής του κάθε ανθρώπου, με το ραβδί της. Λάχεσις, το βιβλίο… Πραγματεύεται ένα χάπι που προκαλεί στους ανθρώπους… λησμοσύνη. Περιορίζει την διάρκεια της μνήμης. Πως γεννήθηκε η ιδέα;
Στεφανία Καρκαμάνη: Το όνομα «Λάχεσις» προέρχεται από το ρήμα «λαγχάνω», που σημαίνει τυχαίνω. Αυτή η Μοίρα όριζε, εκτός από τη διάρκεια της ζωής και τα γεγονότα της ζωής. Τραβούσε κλήρο για να ορίσει τα βάσανα και τις χαρές που θα συναντούσε κάθε άνθρωπος στη ζωή του. Κάθε «κλήρος» έπρεπε να είναι σεβαστός, κάθε δυσκολία της ζωής έπρεπε να αντιμετωπίζεται κατάματα και χωρίς παράπονα, αφού αυτό όρισε η Μοίρα. Το χάπι πήρε αυτό το όνομα, γιατί η επιλεκτική διαγραφή αναμνήσεων που προκαλεί (δεν είναι περιορισμός της διάρκειας της μακρόχρονης μνήμης, αλλά πλήρης έλεγχος της βραχύχρονης), είναι η εκπλήρωση του πόθου του ανθρώπου να εναντιωθεί στη μοίρα του, να μην αντιμετωπίσει και να μην επηρεαστεί από τα προβλήματα που έρχονται στην πορεία της ζωής του, αλλά να τα ξεχνάει τόσο απλά, όσο με το πάτημα ενός κουμπιού. Η γέννηση της ιδέας ήτανε απόρροια πολλών διαφορετικών παραγόντων, ακαδημαϊκών σπουδών, βιωμάτων και προβληματισμών.
Α.Τ.: Το χάπι σαν τεχνικό εργαλείο στο βιβλίο, μήπως αντιπροσωπεύει την βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου να σβήνει τις δυσκολίες, τα προβλήματα και τις κακές σκέψεις κι όχι να τις αντιμετωπίζει;
Σ.Κ.: Φυσικά, ακριβώς όπως προανέφερα. Το συγκεκριμένο χάπι γίνεται απλά ιδανικός εκπρόσωπος κάθε άλλου μέσου αλλοίωσης της συνείδησης : ναρκωτικά, αλκοόλ, νικοτίνη, καφεΐνη, τζόγος ,σεξ και οτιδήποτε άλλο προκαλεί ψυχικό και σωματικό εθισμό είχε από την αρχαιότητα ως σήμερα τον ίδιο λόγο ύπαρξης: τη λησμονιά. Την ψευδαίσθηση του ανθρώπου ότι μπορεί να επέμβει εύκολα και ανώδυνα στον περίπλοκο εγκέφαλό του και να αποστασιοποιηθεί από την πραγματικότητα, ώστε να μη χρειαστεί να κοιτάξει τη ζωή κατάματα, ώστε να αποφύγει τον πόνο της ύπαρξης. Αυτός ο πόνος, όμως, είναι που αναπτύσσει πνευματικά το ανθρώπινο ων, που γεμίζει την υπόστασή του. Γι’ αυτό και το βιβλίο πραγματεύεται το ερώτημα, τι θα γινότανε αν εφευρίσκονταν αυτό το τέλειο ναρκωτικό, το «λάχεσις», με το οποίο θα μπορούσε όντως, ο άνθρωπος να πετύχει την διαγραφή αναμνήσεων και προβλημάτων εύκολα και ανώδυνα;
Α.Τ.: 2157, Θεσσαλονίκη του μέλλοντος. Σκοτεινή, φοβική, επικίνδυνη, ισορροπεί σε μια πολιτεία που ωστόσο εμπεριέχει στοιχεία του σήμερα, του χθες και στο αύριο. Οικονομικά συμφέροντα, πολιτική διαφθορά, αναζήτηση της ευκολίας από τους ανθρώπους… Τι σε ώθησε να περιγράψεις το μέλλον, με στοιχεία του παρελθόντος και του παρόντος; Ποιο το κέρδος του αναγνώστη;
Σ.Κ.: Στόχος ήτανε να «σπάσει» το φάσμα του χρόνου, να ενωθεί το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, στον φαύλο κύκλο της ανθρώπινης Ιστορίας, στον κύκλο της επανάληψης των ίδιων λαθών. Ίσως και να είναι αυτό το κέρδος του αναγνώστη: η άχρονη σκέψη. Αν και δεν είναι ένα θέμα που έχει περάσει από το μυαλό μου μέχρι να μου κάνεις εσύ αυτή την ερώτηση, ομολογώ. Γράφω χωρίς να σκέφτομαι αν ο αναγνώστης θα έχει κάποιο κέρδος από όσα δίνω στο χαρτί. Στην παρουσίαση του βιβλίου, όμως, η Δώρα Σιζοπούλου, μία από τους ομιλητές μου, ψυχολόγος του προγράμματος οικογένειας του ΚΕΘΕΑ Ιθάκη και επόπτρια της δικής μου πρακτικής άσκησης, χαρακτήρισε το βιβλίο «μια ανάμνηση από το μέλλον» και μου έχει μείνει αυτή η φράση. Αν συνειδητοποιούσε η ανθρωπότητα ότι η στασιμότητα της πνευματικής ανάπτυξης του ανθρώπινου γένους ανά τους αιώνες, με τα ίδια πάθη να μας καταδυναστεύουν, οδηγεί στην τρομακτική ομοιότητα των λαθών μας με το παρελθόν, δε θα επέλεγε ίσως τον εύκολο δρόμο της λήθης. Χωρίς αυτή τη συνειδητοποίηση – το σκηνικό μονάχα αλλάζει – το σενάριο ήτανε, είναι και θα είναι το ίδιο.
Α.Τ.: Στην αναφορά σου στην Θεσσαλονίκη του 2157, ποια κοινωνικά προβλήματα του «σήμερα» αλλά και του «αύριο» καθρεπτίζονται; Μήπως εκφράζεις μια κραυγή αγωνίας για τους σημερινούς ιθύνοντες που έχουν χρησιμοποιήσει λίγο πιο νωρίς το χάπι;
Σ.Κ.: Καθρεπτίζονται προβλήματα πολιτικής και οικονομικής διαφθοράς πρώτα από όλα. Αυτό είναι το ένα κομμάτι, που εκφράζει τον αιώνιο πόθο του ανθρώπου για εξουσία, τη ματαιοδοξία του και τον υλισμό του, χάριν του οποίου δε διστάζει να κάνει χώρες και ηπείρους να υποφέρουν, για την ευημερία των λίγων. Από εκεί, οδηγούμαστε στα προβλήματα κοινωνικής παθογένειας, που εκφράζουνε την αδυναμία και την άρνηση του ανθρώπου να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες του, πράγμα που εξυπηρετεί τρομερά την πολιτική μηχανή, αφού αυτό που προκαλεί το «λάχεσις» είναι αυτό που ονειρευότανε πάντα: πολίτες απόντες, χαμογελαστά κι ευτυχισμένα ζόμπι, που το μόνο που αναζητούνε στη ζωή τους, είναι το χάπι της ευτυχίας. Και τέλος, οδηγούμαστε στα ψυχολογικά προβλήματα, στην προσωπική άρνηση, στην αδυναμία να δημιουργήσουμε υγιείς σχέσεις με τους συνανθρώπους μας και να νιώσουμε ικανοποίηση από τη ζωή μας.
Ποιοι είναι, λοιπόν, «οι ιθύνοντες που έχουνε χρησιμοποιήσει λίγο πιο νωρίς αυτό το χάπι»; Είναι τα μεγάλα συμφέροντα πίσω από τις βιομηχανίες της λήθης; Είναι η νοσηρή κοινωνία μας; Είμαστε εμείς οι ίδιοι; Πιστεύω ότι είναι όλοι αυτοί μαζί και η «κραυγή αγωνίας», όπως είπες, βαραίνει όλον αυτό το μηχανισμό, αλλά πρώτα από όλους, εμάς τους ίδιους. Ο Ιωνάθαν, εφευρέτης του «λάχεσις», λέει: «Δε σας έδωσα με το ζόρι το χάπι. Σε κανέναν δεν το έδωσα με το ζόρι. Δεν έφτιαξε η ηρωίνη τα πρεζόνια. Η αδυναμία της ανθρώπινης ψυχής τα έφτιαξε».
Α.Τ.: Καταπιάνεσαι στο κείμενο, με ψυχεδελικές ουσίες και τον κίβδηλο κόσμο των παραισθήσεων που προσφέρουν τα ναρκωτικά. Φανερά επηρεασμένη από τις σπουδές σου στην Ψυχολογία. Συνετέλεσε το ακαδημαϊκό σου υπόβαθρο να καταρρίψεις κι άλλους μύθους από την πρώτη σύλληψη του κειμένου μέχρι την γραφή του;
Σ.Κ.: Η πρώτη σύλληψη του κειμένου ήρθε ως αποτέλεσμα των μύθων που είχανε ήδη καταρριφθεί και από εκεί και έπειτα, ήτανε καθαρά θέμα λογοτεχνίας η γραφή του. Φυσικά και με επηρέασαν έντονα οι σπουδές μου, η πρακτική μου στο ΚΕΘΕΑ και περισσότερο από όλα, όπως έχω αναφέρει στο παρελθόν, η πτυχιακή μου εργασία με θέμα «η psychedelic trance ως προσομοίωση της ψυχεδελικής εμπειρίας και η αλλοίωση της συνείδησης». Μια παράξενη εργασία, που κανένας καθηγητής μου δε δεχόταν να αναλάβει, εκτός από τον καθηγητή Νόησης και Λογικής του τμήματος Πειραματικής και Γνωστικής ψυχολογίας. Ασχολήθηκα με κάθε μορφή αλλοίωσης της συνείδησης, από την εις βάθος ανάλυση κάθε ψυχεδελικής ουσίας ξεχωριστά, ως τον διαλογισμό, την ύπνωση και το ψυχεδελικό ταξίδι, σε συνδυασμό με τη χρήση ιδιαίτερων ηχητικών συχνοτήτων, εργαλεία που στο βιβλίο χειρίζεται άψογα ο Ιωνάθαν.
Είναι πάρα πολλοί οι μύθοι γύρω από τις ψυχεδελικές ουσίες και πάρα πολλές οι θυμοσοφίες περί ψυχολογίας γενικότερα, αφού είναι μια επιστήμη που εκλαϊκεύεται πολύ αποτυχημένα, γιατί υπεραπλουστεύεται ώστε να φτάσει σε όλους τους ανθρώπους. Όσο για τους μύθους περί ψυχεδελικών ουσιών, οι χρήστες θα έπρεπε να γνωρίζουνε πρώτα από όλα πως, αυτά που κυκλοφορούνε στη μαύρη αγορά είναι κατά κανόνα νοθευμένες ουσίες και δεν τους προσφέρουνε το άνοιγμα της πύλης σε μια άλλη διάσταση συνείδησης που πολλοί από αυτούς αναζητούν, αλλά απλές παραισθήσεις και ψευδαισθήσεις. Όπως επίσης, ότι ο μόνος λόγος που συνδέθηκε η χρήση τους με το δρόμο αυτό, είναι ότι ο λευκός άνθρωπος έχει μονοφασική συνείδηση, σε αντίθεση με άλλες κουλτούρες, όπως διάφορες φυλές, που έχουνε πολυφασική. Οι κουλτούρες αυτές, δέχονται την ύπαρξη διαφορετικών επιπέδων συνείδησης και γαλουχούν τα παιδιά τους με αυτή την αντίληψη, ενώ ο κλεισμένος στην τετράγωνη λογική του δυτικού κόσμου λευκός, χρησιμοποίησε ορισμένα παραισθησιογόνα για να του ανοίξουνε μια πύλη, ήδη ανοιχτή χωρίς τη βοήθεια ουσιών για τους ανθρώπους με πολυφασική συνείδηση. Και φυσικά, το άνοιγμα της πύλης είναι μόνο η αρχή. Απαιτείται από εκεί και έπειτα, ένα δύσκολο και τρομακτικό πνευματικό ταξίδι, που μόνο με τη βοήθεια ενός καθοδηγητή μπορεί να είναι λιγότερο επικίνδυνο. Χωρίς καθοδήγηση, οι ουσίες αυτές μπορεί να φτάσουνε τον άνθρωπο στην τρέλα.
Α.Τ.: Ποια η σχέση σου με τα παραμύθια; Έχεις κάποιο αγαπημένο παραμύθι από την παιδική ηλικία; Θα ήθελες να γράφεις παραμύθια για μικρούς αλλά και για μεγάλους;
Σ.Κ.: Λατρεύω τα παραμύθια και τα διαβάζω ακόμα και σήμερα. Το αγαπημένο μου θα είναι πάντα ο Πήτερ Παν του Τζέιμς Μπάρυ, με την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων του Λούης Κάρολ να ακολουθεί. Μου αρέσει πολύ και η νέα γενιά παραμυθάδων, είμαι φανατική θαυμάστρια των Χάρι Πότερ της Ρόουλινγκ για παράδειγμα, αλλά οι κλασσικοί είχανε ανέβει σε άλλο επίπεδο ως λογοτέχνες. Διαβάζοντάς τους ως ενήλικος, συνειδητοποιείς το πόσο πολυεπίπεδοι ήτανε, πώς κάτι που φορά το μανδύα του παιδικού παραμυθιού, όπως το Πήτερ Παν, μπορεί να κρύβει τέτοιο ψυχαναλυτικό βάθος, που στους βασικούς του χαρακτήρες του να αντικατοπτρίζεται η ωρίμανση του ατόμου και τα βαθιά συμπλέγματα των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων.
Ναι, θα ήθελα πολύ μια μέρα να αρχίσω να γράφω παραμύθια, αλλά αυτό που ίσως να μην αντιλαμβάνεται κάποιος υπό την οπτική γωνία του αναγνώστη, είναι ότι το παραμύθι είναι το δυσκολότερο λογοτεχνικό είδος! Η συγγραφή του απαιτεί πλήρη καθαρότητα σκέψεων και πάνω από όλα, την πολυτέλεια να διατηρεί ο συγγραφέας, παρά την ωμότητα της εποχής μας, πολύ ζωντανό το παιδί μέσα του.Α.Τ: Πολύ νεαρή σε ηλικία για να καταπιαστείς με τον φανταστικό κόσμο, αφού ακόμη δεν έχουμε εντρυφήσει στον πραγματικό… Μήπως ο φανταστικός κόσμος κι η καταγραφή ενός μελλοντικού τοπίου χρησιμοποιείται ως μια ασπίδα για τον φόβο να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια γύρω μας;
Σ.Κ.: Δε θα το έλεγα ασπίδα, αλλά καθρέπτη. Η πνευματική μας ανάπτυξη, στην πραγματικότητα, συντελείται από έξω προς τα μέσα κι όχι το αντίθετο. Από την εξελικτική ψυχολογία γνωρίζουμε πως το παιδί, πρώτα αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του και μετά αρχίζει να συνειδητοποιεί την ύπαρξη του ίδιου μέσα σε αυτόν. Τότε αρχίζει να αναπτύσσεται το «εγώ». Κάπως έτσι κι ο ενήλικος άνθρωπος, εξακολουθεί να χρειάζεται κάποια αποστασιοποίηση από την αλήθεια γύρω του αρχικά, ώστε να μπορέσει να τη συλλάβει ως συνολική εικόνα. Όπως κάνουμε μερικά βήματα πίσω για να θαυμάσουμε έναν πίνακα, έτσι μπαίνουμε στον χώρο του φανταστικού, του συμβολικού, για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε σε ανώτερο επίπεδο τον πραγματικό. Είναι όπως με το σπήλαιο του Πλάτωνα. Αν γυρίσουμε να κοιτάξουμε κατάματα τον ήλιο, μετά από τόσα χρόνια εγκλεισμού στο σκοτάδι, θα τυφλωθούμε. Η τέχνη, σε όλες τις εκφάνσεις της, είναι αυτή που μεσολαβεί μεταξύ του ανθρώπου και του φωτός. Τη χρειαζόμαστε για να δούμε, όσα δεν αντέχουμε να δούμε με γυμνό μάτι.
Όσο για το νεαρό της ηλικίας, είναι κάτι που έχει επιφέρει και θετικές και αρνητικές αντιδράσεις. Έγραψα το «λάχεσις» στα 22 μου και μπήκα στον χώρο των εκδόσεων πριν τα 24. Θεωρώ ότι μεγάλο κομμάτι της γενιάς μου, ίσως το μεγαλύτερο, όντως δεν έχει εντρυφήσει ακόμα στον πραγματικό κόσμο, λόγω μιας μεγάλης προστατευτικής φούσκας μέσα στην οποία τους έχει κλείσει η γονική αγάπη για να τους προστατεύσει από τη σκληρή πραγματικότητα, αλλά αυτό είναι μια τελείως διαφορετική συζήτηση. Είμαστε μία σημαντική μερίδα, όμως, που ακριβώς γιατί πέσαμε σε μια τρομερά δύσκολη εποχή, ακριβώς γιατί μας ονομάσανε «η χαμένη γενιά», είμαστε πολύ συνειδητοποιημένοι για την ηλικία μας και παραδόξως, έχουμε εντρυφήσει στην πραγματικότητα. Τουλάχιστον περισσότερο απ’ ότι θα φαντάζονταν κανείς μετρώντας τα βιολογικά μας χρόνια.
Α.Τ.: Ποιο βιβλίο διάβασες τελευταία και σε προβλημάτισε…
Σ.Κ.: Σχετικά πρόσφατα διάβασα το «Η κλέφτρα των βιβλίων» του Μάρκους Ζούσακ. Τοποθετείται στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον οποίο περιγράφει μέσα από τα μάτια ενός μικρού κοριτσιού και έχει μεγάλο ενδιαφέρον, το πώς το παράλογο της ανήθικης λογικής ενός πολέμου, φιλτράρεται μέσα σε μια παιδική ψυχή. Εντύπωση μου έκανε και η επιλογή του να τοποθετήσει τον προσωποποιημένο Θάνατο, σε ρόλο αφηγητή, κουρασμένο από το μεγάλο αριθμό ψυχών που είχε να συλλέξει.
Α.Τ.: Τι δεν ξέρουμε για την Στεφανία και θα ήθελες να μας πεις…
Σ.Κ.: Δύσκολη ερώτηση. Νομίζω πως αυτό αποτυπώνεται πολύ πιο ουσιαστικά στη γραφή μου παρά σε μια άμεση απάντηση. Γράφω ποίηση και λογοτεχνία από το δημοτικό σχολείο, έχω μάθει να λειτουργώ μέσα από αυτό κι έτσι, στις ιστορίες και τους χαρακτήρες μου κρύβεται αναπόφευκτα το οτιδήποτε θα ήθελα να εκφράσω στον κόσμο για εμένα.
Α.Τ.: Με μια λέξη πως θα περιέγραφες : την ζωή σου στο σήμερα… τις σκέψεις σου για το μέλλον… τη Θεσσαλονίκη… τους Έλληνες…
Σ.Κ.: Τη ζωή μου στο σήμερα θα την έλεγα παράδοξη. Γιατί ψάχνω μανιωδώς να βρω λογική σε αυτά που συμβαίνουνε και τις περισσότερες φορές αποτυγχάνω. Ζητείται επειγόντως κοινός νους. Τις σκέψεις μου για το μέλλον θα τις έλεγα μάλλον ξεροκέφαλες, γιατί επιμένουνε να προσπαθούνε να ξεφύγουνε από την απαισιοδοξία που μας έχουνε γεμίσει κάποιοι. Τη Θεσσαλονίκη δίμορφη, γιατί αυτή η πόλη έχει την ιδιότητα να συνδυάζει δύο μορφές: την αστική ασχήμια του γκρίζου, της ρύπανσης και του άγχους και από την άλλη μια ρομαντική ομορφιά και μια ατμόσφαιρα που σε δένει φοβερά μαζί της. Τους Έλληνες θα τους χαρακτήριζα ανεπίδεκτους, σε αυτή τη φάση της ιστορίας τουλάχιστον. Για ευνόητους λόγους. Αν και έχω αρχίσει να παρατηρώ κάποια δειλά πρώτα δείγματα αλλαγής νοοτροπίας…
Α.Τ.: Και μετά την Λάχεση, ποια «μοίρα» ακολουθεί;
Σ.Κ.: Μετά τη Λάχεσις, ακολουθεί η τιμωρία της Κλωθούς, της Μοίρας που έπλεκε το νήμα της ζωής. Το δεύτερο βιβλίο έχει ήδη ολοκληρωθεί, απλά δεν είναι ακόμη έτοιμο προς έκδοση. Ευελπιστώ να πάνε όλα καλά και θα έχετε σύντομα νέα γι’ αυτό. Ευχαριστώ για τη συνέντευξη και τις πολύ ωραίες ερωτήσεις σας, εύχομαι κάθε επιτυχία στο e-charity.gr και είμαι σίγουρη πως οι κόσμος θα συνεχίσει να στηρίζει τέτοιες πρωτοβουλίες, γιατί υπάρχουνε ακόμη άνθρωποι.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Μίρκα Αρβανίτη
Latest posts by Μίρκα Αρβανίτη (see all)
- Αμύνταιο: Έκκληση για επταμελή οικογένεια που έμεινε χωρίς σπίτι λόγω φωτιάς - 10 Απριλίου 2021
- Τα αδερφάκια του Γιώργου τον περιμένουν να έρθει σπίτι… - 6 Απριλίου 2021
- Αγρίνιο | Ο 18χρονος Γιάννης μας χρειάζεται για να σταθεί όρθιος - 2 Απριλίου 2021
- Η Άνδρη Θεοδότου με κάτι περισσότερο από 592 λέξεις - 8 Μαρτίου 2021
- Ασημίνα Ξηρογιάννη: χωρίς πόνο δεν γράφεται ποίηση. - 8 Μαρτίου 2021