Γιατί πεθαίνουν κάθε μέρα μέσα τους οι άνθρωποι; Αν θα μπορούσαμε να στοιβάξουμε τις ευθύνες, ο χρόνος θα έμοιαζε με μια γελοιότητα. Μια καταιγίδα φόβου, αυτό είναι ο κόσμος; Κι ο πόνος; Ο τρομερός εκείνος, άδικος κατακτητής; Πονάω παντού. Πονάμε παντού. Πονάς παντού. Και σε όσα πρόσωπα κι αν τον κλίσουμε εκείνος μας κλείνει στο καβούκι μας. Άδικο δεν είναι; Το σώμα, το φθαρτό μας σώμα ψυχορραγεί.
Τα προβλήματα, λένε, σε διαβρώνουν. Και μοιάζουμε με βράχους σμιλεμένους με υπομονή. Βράχους βρεγμένους από δάκρυα. Βράχους αφόρητα μόνους. Θα σηκωθείς και αύριο. Αύριο θα ‘ναι αλλιώς. Όλα θα περάσουν αναφωνείς και ξανακαρικώνεις τα τρύπια μπαλώματα του κορμιού σου. Το κορμί μας που σκεβρώνει από απελπισία. «Εμείς θα ζήσουμε σε πείσμα των καιρών», φωνάζουν τα παιδιά. Τα παιδιά που ‘φύγαν, τα τραίνα που δε γύρισαν κι οι αναδουλειές. Πολλές αναδουλειές. Οι μέρες που περνούν, οι ώρες που δεν ήρθαν κι οι μικροί θάνατοι που μας γέμισαν πληγές κι οι μεγάλοι που μαζί τους χωθήκαμε στο χώμα. Τις μάνες που κλαίνε, τους εργάτες που μοχθούν, τους παραγκωνισμένους της κοινωνίας, τα ρεμάλια της ζωής, την γυναίκα που ταμπονάρει τους μώλωπες, τους έφηβους που πηδούν απ’ τις ταράτσες, τους άστεγους που περιφέρονται, τον μοναχικό γέρο με τις καρό παντόφλες, εκείνον που προσπάθησε πολύ και τίποτα δεν έγινε, όλους αυτούς σκέφτομαι και ψάχνω καινούριες λέξεις.
Μας λησμόνησαν οι λέξεις. Τα απότιστα λουλούδια μας εκδικούνται, όπως οι νύχτες χωρίς φεγγάρι. Καμία συνοχή, κανένα λιμάνι για την ψυχή. Χαθήκαμε μέσα στην βουή του κόσμου, μέσα σε ανούσιες πράξεις και καθυστερήσεις. Κάποτε ήμασταν περήφανοι φάροι με επιβλητικό φως που χωνόταν ακόμα και στις πιο σκοτεινές χαραμάδες.
Που να’ σαι άνθρωπε; Που να ‘μαι κι εγώ; Σε ψάχνω στις λέξεις. Απεγνωσμένα σε ψάχνω. Θέλω να παραδοθώ ξανά στα πιο όμορφα ποιήματα. Στα πιο αληθινά παραμύθια, στις μυρωδιές που με μεγάλωσαν, στις μουσικές που με ταξίδεψαν. Κι οι στιγμές που μας έχουν καθορίσει που περιφέρονται;
Και τα πουλιά; Πώς άραγε μοιάζουν τα πληγωμένα πουλιά λίγο πριν ξεψυχήσουν;
Θαρρείς πως όλη εκείνη η φλόγα που μας έκαιγε τα βράδια και μας ξαναβάφτιζε από την αρχή, έσβησε άδοξα και έχει τόση στάχτη, διάολε, τριγύρω. Πέρασαν εκατομμύρια δευτερόλεπτα που ανακατέψαμε με τα δάκτυλά μας, άλλοτε με μανία και άλλοτε νωθρά και ξέπνοα τούτες τις στάχτες. Έστω μια στάλα ζητήσαμε από την ανάμνηση εκείνης της ατίθασης λαχτάρας για ζωή, εκείνου του ποθητού θαυμασμού ότι μπορούμε να καταφέρουμε τα πάντα. Μάταια.
#ΜΑΣΚΑ | Ποιοι μαθητές εξαιρούνται από την χρήση της και πότε δικαιολογούνται οι απουσίες
Πέρασαν μέρες, ατελείωτες μέρες κι ακόμα η ελπίδα στέκει χαμένη, φοβήθηκα και ανύπαρκτη. Μα δεν είναι δυνατόν! Ξέρω πως υπήρξε όταν τόσο αθώα χάραξε τη μνήμη μας με αυτό που λέγεται ακατόρθωτο, με αυτό που λέγεται ανάστημα. Κι οι λέξεις σου, οι λέξεις μου, οι λέξεις μας, περήφανοι οδοιπόροι με πόδια γοργά έτοιμα να πετάξουν. Οι λέξεις, ορμητικά ποτάμια που χώνονται μέσα στις φλέβες. Καρφώνονται μέσα στο μυαλό και κατοικούν απλά κι απέριττα εντός της καρδιάς. Που πηγαίνουν όλες αυτές οι λέξεις που χάσαμε; Νοσταλγούμε την αγάπη που κερδίσαμε. Βαθιά, απελπισμένα την αναζητούμε κι αυτή ακόμα μας παιδεύει σαν κακομαθημένο παιδί.
Και με εκείνο το κυνήγι της ευτυχίας τι γίνεται; Τι κάνεις; Καλά είμαι! Είσαι σίγουρα; Υπεκφυγές, αναμονές, γιατί τι θα πει ο κόσμος, γιατί δεν γίνεται να λυγίσουμε, δεν πρέπει. Θα χαλάσεις το σπίτι σου, κάνε υπομονή, πρέπει να βρεις μια δουλειά, αν ήθελες θα έβρισκες, μην βάφεσαι, μην προκαλείς, είσαι γυναίκα κάνε τα στραβά μάτια, εσύ είσαι άντρας ρε, οι άντρες δεν κλαίνε, μην είσαι φλώρος δεν θα σε παίζουνε τα άλλα παιδιά, χάσε επιτέλους κιλά, δε θα σε θέλει κανείς, βάλε επιτέλους κανένα κιλό σαν άρρωστη είσαι, πώς κάνεις έτσι, υπάρχουν και χειρότερα, μην το πεις στους γονείς μου θα με αποκληρώσουν, για ‘μενα πέθανες αδερφέ, βάλε το κωλόσπιτο στον κώλο σου, σιγά που έχεις κατάθλιψη, τίποτα δεν είναι θα περάσει, αν ήσουν άξια θα τον κρατούσες, έτσι πως τα κατάφερες μείνε μόνος σου, δεν φτάνει που πληρώνω, κάνει και παράπονα η παλιόγρια ότι δεν την βλέπουμε συχνά, ο Θεός είναι τιμωρός, νηστεία και προσευχή, άθεος είσαι; γιατί δεν πας στην εκκλησία, καλέ δες την τι παλιόρουχα φοράει, αυτόν εδώ που τον βλέπεις τον κερατώνει η γυναίκα του, αυτή έχει πάρει όλη τη γειτονιά.
Υποκρισία και λογοκρισία. Εμείς είμαστε τέλειοι, οι άλλοι είναι λάθος. Πώς καταντήσαμε έτσι; Μη μιλάς, μη μιλάς! Βούλωσε το! Μην αντιδράς, μην επαναστατείς, μην ονειρεύεσαι, μην ελπίζεις, ό,τι σου λένε θα το κάνεις, γιατί έτσι πρέπει. Μην κλαίς, μην λυπάσαι, μην γελάς, μην αναπνέεις, μη ζεις, γιατί κανένα νόημα δεν έχει. Το κυνήγι της ευτυχίας δεν θα τελειώσει πότε. Στο τέλος θα μας πάρει στο κατόπι εκείνη και εμείς δεν θα τη δούμε, δεν θα τη θέλουμε, δεν θα μπορούμε, θα ‘μαστε απασχολημένοι, σκυφτοί, μόνοι, απελπισμένοι, εγωιστές, θα ‘μαστε ξένοι, μικροπρεπείς, ανίδεοι, ψεύτικοι. Θα ‘μαστε νεκροί. Θα ‘μαστε οι πιο καλοντυμένοι νεκροί που υπήρξαν ποτέ. Θα φοράμε το κοστούμι του χρόνου που χάθηκε, το φόρεμα της ντροπής, την γραβάτα του μίσους που μας έπνιξε, τις γόβες μιας ξεσκισμένης ηθικής, το κάτασπρο πουκάμισο της τρέλας, και τα ψεύτικα χρυσά κοσμήματα της απληστίας. Θα φοράμε μια μάσκα που δεν θα μας χρειάζεται πια.
#ΣΥΖΩΗ | Εκστρατεία «Συζωής» για αγορά λεωφορείου
Κι οι λέξεις που τόσο πολύ ποθήσαμε να ξαναβρούμε θα ακούγονται μονάχα από εκείνους που επέλεξαν να ζήσουν. Γιατί, εκείνος που αξίζει να ζει σ’ αυτή την παλιοζωή, είναι εκείνος που έπαιξε τίμια, χωρίς τυμπανοκρουσίες, με καρδιά καθαρή και χέρια ανοιχτά. Εκείνος που δεν υπήρξε ποτέ ένας δωσατζής που διψούσε για ανταλλάγματα. Εκείνος που σκότωσε τη σιωπή, ένα ταπεινό απόγευμα έτσι ξαφνικά.
Εκείνος που δεν μέτρησε με νομίσματα την αγάπη, εκείνος που δεν απείλησε την ευτυχία κυνηγώντας την, την περίμενε αθόρυβα. Εκείνος που ‘χει για μάτια τη θάλασσα, εκείνος που πιστεύει στον ήλιο μετά τη βροχή, εκείνος που με σήκωσε, που σε σήκωσε από τ’ απόνερα. Εκείνος που δεν το παίζει οσιομάρτυρας, μα είναι τέτοιο το σκαρί του. Εκείνος που τα λίγα του δίδαξαν την εγκράτεια και πολλά το μοίρασμα. Εκείνος που σφίγγει τα δόντια, το ζωνάρι, τη γροθιά του. Εκείνος που έχει τις ουλές για παράσημο και κάνα δυο τσαλακωμένα όνειρα. Εκείνος που ‘χει την αυτολύπηση στο ντουλάπι και την περηφάνια στο πέτο. Εκείνος που όσες αλυσίδες κι αν τον σφίγγουν, θα να ‘ναι πάντοτε ελεύθερος. Εκείνος, γαμώτο, που πέθανε χιλιάδες φορές και αναστήθηκε άλλες τόσες.
Για εκείνον σου μιλάω που προσπάθησε πολύ και τελικά νίκησε!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
#ΛόγιαΑπόΧρυσάφη | 20 ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΜΑΘΕ ΤΟ 2020
Άλλος Άνθρωπος – Δήμητρα Γαλάνη | Πολεμάμε την Πείνα κι όχι τον Πεινασμένο!
#TheDollCumentary | Το παιχνίδι με κούκλες ωφελεί το παιδί, σύμφωνα με τη Νευροεπιστήμη
The following two tabs change content below.
Η Οικογένεια του e-Charity.gr Portal, απέναντι στην λογική της απλής κριτικής και της ακατάσχετης αποποίησης ευθυνών ή της άκρατης φιλολογίας, αναλαμβάνει τις ευθύνες του μέλλοντος, ΣΗΜΕΡΑ.
Για εμάς, εσάς, το ΑΥΡΙΟ των παιδιών μας. Με μεράκι, αγάπη στον συνάνθρωπό μας κι αφοσίωση στον στόχο μας, συναντιόμαστε από κάθε γειτονιά της Ελλάδας, με έναν σκοπό. Να κάνουμε το όραμά μας, ΠΡΑΞΗ. Την Αλληλεγγύη, ΖΩΗ.