Τι σημαίνει Πολυγλωσσία;
της συντάκτριας Φωτεινής Καραμούζη
Ο όρος πολύγλωσσος αναφέρεται στο άτομο αυτό που μιλά δύο ή περισσότερες γλώσσες. Η πολυγλωσσία είναι αρκετά κοινή από παλαιών ετών καθότι υπήρχε πιθανότητα σε μια περιοχή να ομιλούνται πολλές γλώσσες και θεωρείτο αναμφισβήτητα από πολλούς προνομιούχος ή ειδήμων ο πολύγλωσσος ομιλητής. Οι λόγοι ήταν αρκετοί εκ των οποίων οι πιο σημαντικοί το εμπόριο πέραν της περιοχής του αλλά και η εξυπηρέτηση των συντοπιτών του ως προς τις κοινωνικές τους συναλλαγές εκτός συνόρων. Σε μια κοινωνία όπως η Ινδία η άποψη αυτή ακόμη και σήμερα επικρατεί. Σε άλλη ήπειρο όπως η Αφρική, ένα ποσοστό της τάξεως 50% του πληθυσμού είναι πολύγλωσσοι και αν το θέσουμε σε παγκόσμια κλίμακα, οι πολύγλωσσοι υπερτερούν των μονόγλωσσων. Αμερικανοί μελετητές αναφέρουν ποσοστά χιλιάδων γλωσσών και διαλέκτων που ομιλούνται σε μόλις λίγες εκατοντάδες έθνη-κράτη που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας τους.
Κι ενώ λοιπόν τα πλεονεκτήματα είναι δεδομένα, δεν είναι όμως η τετριμμένη φράση “μιλώ μια γλώσσα”. Σημαίνει λοιπόν ένας απλός χαιρετισμός; η ικανότητα να παραγγείλω και να κινηθώ σε μια χώρα; να περιγράψω κάτι που αναζητώ προς αγορά; Ή να συζητήσω για κοινωνικά θέματα και να επικοινωνήσω ανταλλάσσοντας ιδέες; Ένα παιδί για παράδειγμα 5 ετών καταγόμενο από Γερμανία μπορεί να πει κάποιος πως μιλάει άπταιστα γερμανικά. Δε λαμβάνει όμως υπόψιν του το περιορισμένο λεξιλόγιο του λόγω ηλικίας και στέκεται μόνο στο γεγονός της άψογης προφοράς.
Όλοι οι άνθρωποι έχουν μάθει τουλάχιστο μια γλώσσα κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας χωρίς απαραίτητα την τυπική μαθησιακή διαδικασία. Υπάρχουν περιπτώσεις παιδιών που αποκτούν δίγλωσση εμπειρία είτε γιατί οι γονείς μιλούν διαφορετικές γλώσσες είτε γιατί μπορεί να μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον όπου η γλώσσα που ομιλείται είναι διαφορετική από αυτήν των γονέων. Όπως και να’χει όμως συνήθως μία από τις δύο γλώσσες θα βρίσκεται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με την άλλη.
Πρόσφατα ερευνητές που μελετούν δίγλωσσες και πολύγλωσσες κοινότητες σε όλο τον κόσμο έχουν υποστηρίξει έναν ευρύ ορισμό που βλέπει τη διγλωσσία ως μια ανθρώπινη κατάσταση που καθιστά δυνατό ένα άτομο για να λειτουργήσει, σε ορισμένο επίπεδο, σε περισσότερες από μία γλώσσες. Από τη σκοπιά του παρόντος αυτού πλαισίου, ένα δίγλωσσο άτομο δεν είναι απαραιτήτως και αμφίγλωσσο, ένα άτομο δηλαδή με μητρική επάρκεια σε δύο γλώσσες, αλλά ένα δίγλωσσο άτομο μπορεί να ταξινομηθεί σε δύο τύπους, ο βασικός αλλά και ο συνεχής. Μερικοί δίγλωσσοι διαθέτουν πολύ υψηλά επίπεδα επάρκειας και στις δύο γλώσσες στην γραπτή και την προφορική έκφραση. Άλλοι εμφανίζουν ποικίλες επάρκειες στην κατανόηση ή τις δεξιότητες ομιλίας ανάλογα με την άμεση ποσότητα της εμπειρίας στο οποίο καλούνται να χρησιμοποιούν τις δύο γλώσσες. Ωστόσο η διγλωσσία δεν επιτρέπει πάντα τον ίδιο χειρισμό , που σημαίνει πως οι ικανότητες γραφής σε μια γλώσσα μπορεί να αντισταθμίζει τις ικανότητες ανάγνωσης στη δεύτερη. Συνεπώς η μονογλωσσσία σε αυτή τη περίπτωση φαντάζει πιο ιδανική καθότι αποκτάς πλήρη έλεγχο των λειτουργιών και ικανοτήτων εντός μίας γλώσσας.
Τα παιδιά με υψηλές αποδόσεις σε δύο ή περισσότερες γλώσσες θεωρούνται καλύτεροι στην εκμάθηση ξένων γλωσσών σε σχέση με τους μονόγλωσσους. Στην περίπτωση όμως που η εκμάθηση της πρώτης γλώσσας διακοπεί, αλλά και η δεύτερη δεν επαρκεί σε ένα καλό επίπεδο εξέλιξης , όπως συχνά συμβαίνει στη μετανάστευση, ο ομιλητής μπορεί να καταλήξει με ένα επίπεδο στις δύο γλώσσες κατώτερο των μονογλωσσικών επιπέδων. Η πλειοψηφία όπως και να χει όμως των μεταναστών νέων κατέχει συνήθως και τις δύο γλώσσες εξίσου καλά. Η πολυγλωσσία είναι μια φυσική δυναμική στη διάθεση κάθε φυσιολογικού ανθρώπου και όχι μια ασυνήθιστη εξαίρεση. Ο Cook χαρακτηριστικά αναφέρει: «Λαμβάνοντας υπόψη το κατάλληλο περιβάλλον, δύο γλώσσες είναι τόσο φυσιολογικό όσο δύο πνεύμονες».
Τα πλεονεκτήματα των πολύγλωσσων δεν περιορίζονται σε γλωσσικές γνώσεις μόνο, αλλά εκτείνονται έξω από την περιοχή της γλώσσας. Τα ουσιώδη μακροπρόθεσμα, γνωστικά, κοινωνικά, προσωπικά, ακαδημαϊκά και επαγγελματικά οφέλη του εμπλουτισμένου πολύγλωσσου περιβάλλοντος είναι καλά τεκμηριωμένα. Η εκμάθηση ξένων γλωσσών γενικότερα έχει αποδείξει την ενίσχυση της κατανόησης για το πώς λειτουργεί η ίδια η γλώσσα και της ικανότητάς τους να χειραγωγήσουν τη γλώσσα στην υπηρεσία της σκέψης και της επίλυσης προβλημάτων. Ένα δεύτερο στοιχείο είναι η ανάπτυξη του μεγέθους του λεξιλογίου και συνεπώς η πιο αποτελεσματική επικοινωνία. Τέλος ένα άτομο που μιλάει πολλές γλώσσες έχει μια στερεοσκοπική άποψη του κόσμου από δύο ή περισσότερες οπτικές γωνίες, δίνοντάς του τη δυνατότητα να είναι πιο ευέλικτο στον τρόπο σκέψης του, να μάθει πιο εύκολα και ως εκ τούτου, δεν περιορίζεται σε ένα μόνο κοσμοθεωρία, αλλά έχει μια καλύτερη κατανόηση ότι κι άλλες προοπτικές είναι δυνατές. Πράγματι, αυτό πάντα θεωρείται ως ένα από τα κύρια εκπαιδευτικά πλεονεκτήματα της διδασκαλίας των γλωσσών καθώς βελτιώνονται κρίσιμες ικανότητες σκέψης, δίνεται η δυνατότητα να κατανοήσουν καλύτερα και να εκτιμήσουν τους ανθρώπους άλλων χωρών, μειώνοντας έτσι το ρατσισμό, την ξενοφοβία και τη μισαλλοδοξία, δεδομένου ότι η εκμάθηση μιας νέας γλώσσας συνήθως φέρνει μαζί της μια αποκάλυψη μιας νέας κουλτούρας.
Πηγές ποσοτικών ερευνών:
Unicef.org
Linguistic Society of America
United World College. Edu
Michał B. Paradowski, Assistant Professor at the Institute of Applied Linguistics, University of Warsaw
echaritygr
Latest posts by echaritygr (see all)
- Θέατρο Σοφούλη | «Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ έναν γλάρο να πετάει» - 18 Μαρτίου 2023
- BABY BOOM | 12ο event στο Hyatt Regency Thessaloniki στηρίζει Παιδικά Χωριά SOS - 18 Μαρτίου 2023
- Κινέζοι σκίουροι, ρίχνονται με τα μούτρα στη μάχη κατά των ναρκωτικών ουσιών - 12 Μαρτίου 2023
- Σεισμός 7,8 Ρίχτερ σε Τουρκία – Β. Συρία | Τουλάχιστον 1.500 νεκροί (ΕΙΚΟΝΕΣ) - 6 Φεβρουαρίου 2023
- Κλωνοποιημένες «σούπερ αγελάδες» στην Κίνα παράγουν υψηλή ποσότητα γάλακτος - 3 Φεβρουαρίου 2023